Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Μνήμες του '40 και της Εθνικής Αντίστασης



Αναδημοσίευση από: http://prototypia.blogspot.com/
28 Οκτώβρη 1940.

Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Είχαν προηγηθεί βέβαια και αλλεπάλληλες προκλήσεις εις βάρος μας απ’ τους Ιταλούς. Συχνές παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας από Ιταλικά αεροπλάνα, Τορπιλισμός της Έλλης κ.α.
Χρήστος Καλφούντζος 
(Μαχητής του ’40)

Υπηρετούσα στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου στον πρώτο λόχο. Διοικητής του 2/39 ο Γεώργιος Τζουμέρκας. Από το Μεσολόγγι πήγαμε στο Αγρινιο, Άρτα, Γιάννινα και φτάσαμε στου Ασπράγγελους, κοντά στα
Ζαγόρια. Μετά προχωρήσαμε στη Καλλιθέα και φτάσαμε στον Γεροπλάτανο. Εκεί έγινε μια μεγάλη μάχη, που την πλήρωσε αρκετά ο Ελληνικός στρατός. Είχαμε αρκετά θύματα, μεταξύ των οποίων και ο Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Ανδρέας Τσίγκας από το Παναιτώλιο.
Από το Βασιλικό φτάσαμε στο χάνι στο Μπουραζάνι. Εκεί δεχτήκαμε βομβαρδισμό απ’ τα Ιταλικά αεροπλάνα.
Εκείνη τη μέρα είχα 39-40 πυρετό. Με περιποιήθηκε ο Χρήστος Φραγκοτάσιος απ’ το χωριό, το Καινούργιο.
Ανδρέας Πρεμέτης 
(Μαχητής του ’40)

«Ξεκινήσαμε από το Μεσολόγγι με το τρένο και αποβιβαστήκαμε στο Αγρίνιο. Στρατοπεδεύσαμε το βράδυ λίγο έξω απ’ τον Άγιο Κωνσταντίνο. Την επόμενη μέρα το πρωί, που βάρεσε η σάλπιγγα και συγκεντρωθήκαμε να μας πει κάποια πράγματα ο διοικητής μας, βομβάρδισαν τα Ιταλικά αεροπλάνα και ξαπλώσαμε όλοι κάτω. 
Από κει προχωρήσαμε και φτάσαμε στο μέτωπο. Ήμασταν στην χαράδρα της Τσούκας τη νύχτα της Παναγίας της Πολυσπορίτισσας. Έβρεχε, χάλαγε ο θεός τον κόσμο. 
Μας ειδοποιήσανε να καταλάβουμε την Τσούκα, εκεί μέσα τους σακατέψαμε, έκανε μιάμιση μέρα να φύγει ο καπνός. 
Μετά πήγαμε στο Παλιόκαστρο και φτάσαμε μέχρι το Τεπελένι. Απώλειες μεγάλες είχαμε μέσα στο Τεπελένι. Κατ’ αρχάς είχαμε μεγάλες απώλειες στον Γεροπλάτανο.
Δώσαμε μάχες μέχρι την άνοιξη του 1941. Μετά άρχισε η οπισθοχώρηση. 

Πεζοί εγώ και ο Τάκης ο Ξηρός πήραμε το δρόμο της επιστροφής. 
Την Πρωτομαγιά, πιάσαμε το Μάη εδώ στην Αγία Ελεούσα στην Κλεισούρα»!


Χριστόφορος Καρράς

Που σε βρήκε η κήρυξη του πολέμου;

- Εγώ τότε ήμουν αρραβωνιασμένος πήγα να κανονίσω τον γάμο, που θα γίνονταν στις 3 Νοεμβρίου. 

Την Κυριακή στις 27 Οκτωβρίου ήμουνα στην αρραβωνιαστικιά μου. Την Δευτέρα το πρωί πήγα στα Καρραίικα, πήρα τ’ άλογα και πήγα να σπείρω γρασίδι. 
Φωνάζει η αδερφή μου
-Πάρε τ’ άλογα κι έλα πάνω γρήγορα!
Μου είπε για τον πόλεμο. 
Από κει ξεκίνησα πήγα στο Μεσολλόγι , Αθήνα και έφτασα στη Λαμία. Εκεί κατατάχτηκα πήρα όπλο, εξαρτήσεις και με τοποθέτησαν στην Οδική Ρυθμιστική Επιτροπή. 
Είχαμε σαν έργο να διευκολύνουμε την διέλευση του στρατού. Διευκολύναμε την διέλευση του εφοδιασμού, την μεταφορά των τραυματιών, των φαρμάκων. 
Φτάσαμε στις γέφυρες του Αώου στην Πρεμετή. Εκεί κινδυνεύαμε από τα αεροπλάνα, ήταν μεγάλο πράγμα να μπορέσουν να κόψουν τις γέφυρες. Μετά από λίγο καιρό μου ’δωσαν πολυβόλο (μπρέντα) - λάφυρα Ιταλικά ήταν αυτά- και πιάσαμε μάχη στη λίμνη Μεγάλη Πρέσπα, με τους Γερμανούς. 
Μας πήρε το πυροβολικό και μας τάραξε. Σκοτώθηκε όλος ο λόχος πολυβόλων, όσοι δεν οπισθοχώρησαν, σκοτώθηκε και ο ανθυπολοχαγός. 
Εγώ γλύτωσα. 
Έμεινα μόνος μου, με πήρε η νύχτα και δεν ήξερα τι να κάνω. Απελπίστηκα κι είπα να πάω να βρω άνθρωπο να του μιλήσω. Ήξερα ότι ήταν κάτι σπιτάκια ένα χιλιόμετρο παρακάτω, κοντά στο δρόμο. 
"Εκεί θα πάω", είπα. 
Πήγα προς τα κάτω, ήτανε νύχτα έχασα τον προσανατολισμό μου, μέσα σε κάτι ρεματιές ανέβηκα πάλι προς τα πάνω και κατέληξα κοντά στα χαράματα να βρω τα σπίτια.

Πότε ήταν αυτή η μάχη;


- Ακριβώς ημερομηνία δε θυμάμαι... πάντως ήταν αρχές Απρίλη του 1941. 

Τότε ήμασταν εκεί στη μεγάλη Πρέσπα που πέρασαν τ’ αεροπλάνα (τα Ελληνικά) να πάνε να βομβαρδίσουν και γύριζαν πάλι. 
Τότε ένα Γερμανικό καταδιωκτικό μπήκε ανάμεσα και τα κατέρριψε. Ένας πιλότος μάλιστα βγήκε έξω, ήταν χαμηλά και δεν άνοιξε το αλεξίπτωτο και έπεσε πάνω σ’ ένα δένδρο. Έφυγαν τότε οι αξιωματικοί και καμιά δεκαριά φαντάροι. Πήγαν κάτω να δουν αν ήταν ζωντανός να τον πάρουν. Γλύτωσε, τον βάλανε καβάλα σ’ ένα ζώο και τον φέρανε προς τα πάνω. 
Ρωτούσαν οι αξιωματικοί, εκεί πλησιάσαμε κι εμείς, πως λέγεται και ποιοί άλλοι αεροπόροι ήταν εκεί και ακούστηκε το όνομα Καρναβιάς.
-Καρναβιάς, λέω, έχω έναν απ’ το χωριό μου που είναι αεροπόρος. 
-Απ’ το Αγρίνιο είναι μου λένε.
-Απ’ το Καινούργιο, έξω από το Αγρίνιο, τους λέω. 
Εκεί σκοτώθηκε ο σμήναρχος Γεώργιος Καρναβιάς τον Απρίλιο του 1941. 
Τα αεροπλάνα χώθηκαν μέσα στη λίμνη μεγάλη Πρέσπα.

Τι άλλο θυμάσαι απ’ το μέτωπο;


Θυμάμαι όταν λιποταχτούσε κάποιος και τον έπιαναν τον εκτελούσαν, αλλά πριν τον εκτελέσουν τον περνάγανε μπροστά μας με δεμένα τα μάτια, για να τον βλέπουμε, για παράδειγμα, να μην κάνουμε κι εμείς το ίδιο.
Πρίν την εκτέλεση, τους έκοβαν πέντε κουμπιά απ’ τον χιτώνα, που συμβόλιζαν τα πέντε σώματα του στρατού.
Μια φορά στην οπισθοχώρηση συνέλαβαν δώδεκα ιππείς, τους είπαν να πάνε απ’ τη λίμνη Πρέσπα για τους Γερμανούς και αυτοί πήγαν απ’ τα Γιάννινα.

Μας είπαν όταν περνάνε, εσείς να τους φτύνετε. Εμείς όμως δεν το κάναμε. Στην εκτέλεση δεν πήγαμε κάτω, τους εκτέλεσαν.

Πάντως οι φαντάροι είχαν διάθεση και πάθος να πολεμήσουν ν’ αντισταθούν.

 
- Άμα δεν είχαμε διάθεση δεν θα νικούσαμε τους Ιταλούς, μια χούφτα Έλληνες! Πηγαίναμε με μεγάλη μανία, με πάθος!


Παύλος Λαμπροκωστόπουλος (Αντιστασιακός)

Οργανώθηκα στο ΕΑΜ τον Φεβρουάριο του 1942. Τότε στα χωριά μας ήταν καπνεργάτες, κουβεντιάζαμε, προβληματιζόμασταν, λέγαμε ότι κάτι πρέπει να γίνει. 
Κάναμε τις πρώτες συνωμοτικές τριάδες, γιατί τότε είχαμε Ιταλούς στο χωριό (Καινούργιο Τριχωνίδας). 
Η πρώτη τριάδα ήμασταν: Εγώ, ο Σπύρος ο Φουντούλης (που τον δηλητηρίασαν αργότερα) και ο Χρήστος Καλφούντζος. 
Είχε έρθει ο Αποστόλου στο χωριό μας, στο Καινούργιο και μας μίλησε. 
Μέσα σε δέκα μήνες όλα τα παιδιά, η νεολαία, είχε μπει σ’ αυτές τις τριάδες. Απ’ τις πρώτες δράσεις μας ήταν να κάνουμε μια ομάδα αλληλεγγύης, να βοηθάμε τους φτωχούς του χωριού.



Τσίγκας Βασίλειος 
(αδελφός του ήρωα έφεδρου ανθυπολοχαγού Ανδρέα Τσίγκα)

Τον Βασίλειο Τσίγκα τον συνάντησα το 1994 και δέχτηκε να μου μιλήσει, μετριάζοντας τη συγκίνησή του, για τον αξέχαστο αδερφό του τον Ανδρέα Τσίγκα, που έπεσε πολεμώντας λεβέντικα, για την πατρίδα και τη λευτεριά, πάνω στα Αλβανικά βουνά. 
Απάντησε στις ερωτήσεις μου λέγοντας τα παρακάτω:

"Ο αδερφός μου έφτασε πεζός στο μέτωπο, μαζί με τ’ άλλα τα παιδιά, (που κάποια ήταν απ’ το χωριό μας, το Παναιτώλιο).
Στον Γεροπλάτανο, έγινε μεγάλη μάχη και οι Ιταλοί υποχώρησαν μέχρι το Τεπελένι. 

Εκεί σκοτώθηκε ο αδερφός μου. 
Ήταν στις 16 Νοεμβρίου του 1940. 
Ο αδερφός μου όταν έφυγε απ’ τη ζωή ήταν 28 χρονών και μόλις είχε πάρει το πτυχίο του, ήταν δικηγόρος"

Σπύρος Γερολυμάτος 
(Αντιστασιακός)

«Το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων ήρθε από το Μεσολόγγι στο Αγρίνιο με το τρένο. 
Αποβιβάστηκαν στον σταθμό οι φαντάροι και τα μεταγωγικά, που μετέφεραν πολεμοφόδια. Συντάχθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την κεντρική πλατεία του Αγρινίου. 
Τα πεζοδρόμια και η πλατεία ήταν γεμάτα κόσμο, γιατί στο σύνταγμα υπηρετούσαν πολλοί φαντάροι από το Αγρίνιο και τα γύρω χωριά, για να τους αποτίσουν τον τελευταίο χαιρετισμό. 
Ακριβώς στην αρχή της Παπαστράτου (στο δυτικό πεζοδρόμιο), ένα μουλάρι που ήταν φορτωμένο αφήνιασε, έπεσε πάνω στο συγκεντρωμένο πλήθος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο γιατρός Κ. Δημάδης, ο πατέρας της μετέπειτα αγωνίστριας της Εθνικής Αντίστασης Μαρίας Δημάδη. 
Από κει το 2/39 ανέβηκε στην Παπαστράτου πέρασε τον Άγιο Κωνσταντίνο και στρατοπέδευσε λίγο πιο έξω, για να συνεχίσει την πορεία του την επόμενη μέρα για το μέτωπο».


Ακολούθησε το ηρωικό έπος στα Αλβανικά βουνά, ήρθε η Ιταλογερμανική κατοχή στην πατρίδα μας και φτάσαμε στο Φθινόπωρο του 1941. 
Για τα γεγονότα της εποχής αυτής στο Αγρίνιο μου είχε μιλήσει ο Σπύρος Γερολυμάτος. 
Ας δούμε ένα απ’ αυτά.

«Τρεις Αγρινιώτες, νέοι σε ηλικία, ο Γιώργος Καραπαπάς, ο Κώστας Αυγούλης (που σκοτώθηκε αργότερα στον Εμφύλιο) και ένας υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας ο Βονόρτας, ανταμώσανε και ανταλλάξανε απόψεις για την κατοχή, στο πάρκο του Αγρινίου, σ’ ένα παγκάκι στη νότια πλευρά της εκκλησίας που είναι μέσα σ’αυτό. 
Αποφάσισαν λοιπόν αυτοί οι τρεις άνθρωποι, να ιδρύσουν την πρώτη Αντιστασιακή οργάνωση τύπου ΕΑΜ
Τον Σεπτέμβριο του 1941, που αργότερα στελεχώθηκε με πολλούς κατοίκους της περιοχής μας, που στήριξαν τον απελευθερωτικό αγώνα»



Χρήστος Πανδρεμένος 
(Αντιστασιακός- Εφεδροελασίτης)

Πως θυμάσαι την κήρυξη του πολέμου;

- Στις 10:00΄το πρωί της 28 Οκτωβρίου 1940 πιάστηκε ο πόλεμος, οι Ιταλοί βομβάρδιζαν την Πάτρα, οι καμπάνες χτυπούσαν και ο κόσμος έφευγε να πάει να παρουσιαστεί. Είχε γίνει επιστράτευση.


Ποια ονόματα μαχητών θυμάσαι, απ’ την περιοχή μας, που πήραν μέρος στον πόλεμο;


Βέβαια πολλά ονόματα: Καρναβιάς Γιάννης, Βάτσιος Κώστας, Γιάννης Σοροβός, Ηλίας Σταυρόπουλος, Χριστόφορος Κορδάτος, Πάνος Πανδρεμένος, Χρήστος Καλοτάντανος, Δημήτριος Καλοτάντανος (Στρατηγός), Αλέκος Ντόκας, Πάνος Ντόκας, Σπύρος Λαμπροκωστόπουλος, Παύλος Λαμπροκωστόπουλος, Νίκος Λαμπροκωστόπουλος, Πάνος Σοροβός, Φώτης Σοροβός, Κώστας Καλφούντζος Χρήστος Καλφούντζος.

Τι θυμάσαι από κείνη την εποχή της κατοχής;


Πρώτα ήρθαν οι Ιταλοί και μετά οι Γερμανοί.
Τους Γερμανούς τους θυμάμαι καλά, είχαν και φυλάκιο εδώ πιο πάνω, στη ράχη του Νείλα.
-Είσαι Παρτιζάνος; μου ’λεγαν οι Γερμανοί
(φύλαγαν σκοποί και κουβεντιάζαμε με τους Γερμανούς)
- Όχι, τους έλεγα εγώ
-Πονηρό Γκρέκο, μου ’λεγαν μετά.

Θυμάμαι την Επίθεση που έγινε, από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, στο σπίτι του Δ. Ντόκα, που το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί και έμειναν εκεί. 

Πήγανε το βράδυ οι αντάρτες να βαρέσουν τον διοικητή, όπως έρχονταν στο δρόμο ένας αντάρτης, τον σκότωσε ο Γερμανός με το πολυβόλο μέσα στο δρόμο. Την άλλη μέρα τον πατούσαν και φώναζαν "παρτιζάνε κομουνιστή".

Είχες ακούσει για άλλο γεγονός που έγινε εκεί, εκείνη την βραδιά;


- Ναι εκεί τραυματίστηκε και ο Κώστας ο Στούμπος (ο Τσικολάτος).



(Εδώ θα παραθέσω την δική μου μαρτυρία για τα γεγονότα, όπως τα είχα ακούσει από πολλούς Καινουργιώτες που τα έζησαν και από τον ίδιο τον Κ. Στούμπο).

"Το βράδυ της συγκεκριμένης επίθεσης, οι αντάρτες έφτασαν αθόρυβα, πολύ κοντά στο σπίτι – στόχος.

Μία απ’ τις πρώτες ενέργειες, ήταν να ρίξουν χειροβομβίδες μέσα στο σπίτι. 
Στον πάνω όροφο. Το σπίτι είναι διώροφο. Δεν υπολόγισαν όμως μία άλλη παράμετρο. 
Οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει σήτες στα παράθυρα, αυτό δεν το διαπίστωσαν οι αντάρτες.
Όταν εκδηλώθηκε η επίθεση, ο Κ. Στούμπος επιχείρησε να ρίξει μια χειροβομβίδα σε ανοιχτό παράθυρο του πάνω ορόφου, απ’ το δυτικό μέρος του κτιρίου. Η χειροβομβίδα χτύπησε στη σήτα και έπεφτε πάλι κάτω, την είδε ο αντάρτης και πήγε να φύγει, δεν πρόλαβε όμως να απομακρυνθεί, η χειροβομβίδα έσκασε και τα θραύσματά της τον πέτυχαν στο πίσω μέρος των μηρών του και στους γοφούς. 
Τον απομάκρυναν οι συναγωνιστές του και σώθηκε.
 

Συνεχίζοντας ο κ. Χρήστος Πανδρεμένος μας λέει:

"Εδώ πιο πάνω στα υψώματα, κάθε 15 μέρες έκαναν επίθεση οι αντάρτες. Ήταν Γερμανοί, όπως είπαμε, στη ράχη του Νείλα είχαν χαρακώματα μεγάλα εκεί.

Στη ράχη του Νείλα, όταν έφυγαν οι Γερμανοί, εμένα με βάλανε σκοπό εκεί οι αντάρτες, να ειδοποιήσουμε αν έρθουν οι Γερμανοί πάλι από μέσα (από το Αγρινίο εννοεί). 
Μια φορά θυμάμαι βρήκα μια νάρκη κάτω -την άφησαν οι Γερμανοί-  πήγα να την πατήσω, αν την πατούσα θα σκοτωνόμουν, την πήρα και την παρέδωσα στην οργάνωση. 
Εκεί σκοτώθηκαν και δύο παιδιά δικά μας ,από νάρκη.

Πότε έγινε αυτό το γεγονός;

 
- Αυτό έγινε το 1942
 

Πως έγινε αυτό και ποια ήταν τα παιδιά;

- Οι Γερμανοί είχαν βάλει νάρκες, κάτω χαμηλά κοντά στο ρέμα στον Περιβολάρη, για να προστατευτούν απ’ τις αντάρτικες επιθέσεις. 

Τα παιδιά φύλαγαν τις γίδες εκεί κοντά. 
Έκαναν τα ζώα προς το ρέμα να πιούνε νερό, κοντά και τα παιδιά, η αδερφή η δική μου, Μαρία Πανδρεμένου, κι ένας ανιψιός μου ο Γιώργος Τσούκας. Κοίταξαν κάτω και είδαν μία νάρκη, δεν ήξεραν τα παιδιά να προφυλαχτούν, ήταν μικρά, 10 χρονών. 
Η νάρκη έσκασε και χάθηκαν και τα δύο... τον Γιώργο τον έκανε κομμάτια.
Έκαναν πολλές επιθέσεις εδώ πιο πάνω στη ράχη οι αντάρτες ,σκοτώθηκε και Γερμανός σε μία απ’ αυτές.


Ποιες αντάρτικες ομάδες έδρασαν εδώ κοντά;


- Στα Σιδερέικα ήταν η ομάδα του Μήτσου Σιδέρη (του Καπετάν - Δεντρή)



(Εδώ θα κάνω μια ακόμα παρένθεση για να προσθέσω ότι και στο Βλοχό δρούσε εκείνη την εποχή ο αντάρτικος λόχος του Κώστα Σκρέτα).





Κώστας Μπαζοδήμος 
(Αντάρτης Ελασίτης)

Στις 12-14 Ιουλίου 1944 διεξάγεται η ξακουστή "Μάχη της Αμφιλοχίας", μεταξύ Γερμανών και του ΕΛΑΣ.

«Έλαβα μέρος στη μάχη της Αμφιλοχίας (στο Ρίβιο)
Στη μάχη αυτή είχαμε πολλά θύματα, μεταξύ αυτών και πολλούς Αγρινιώτες.
Οι Ελληνικές απώλειες ήταν: 

90 αντάρτες νεκροί, 130 τραυματίες και τρεις αγνοούμενοι, που δε μάθαμε για την τύχη τους.
Οι γερμανικές απώλειες: 

180 νεκροί, 70 συνεργάτες τους ταγματασφαλίτες, 80 τραυματίες και 38 αιχμάλωτοι.
Η οργάνωση του ΕΑΜ είχε σοβαρό αντίχτυπο στην περιοχή μας. 

Αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη προσφορά του τόπου μας στον αγώνα, σε έμψυχο και άψυχο υλικό.»


Οι ηγήτορες των ανταρτών στη μάχη της Αμφιλοχίας:
VII Ταξιαρχία: 
Στρατ. Διοικητής Στάθης Αρέθας, μόνιμος ταγματάρχης Πεζικού. 
Καπετάνιος Γιάννης Χατζηπαναγιώτου. 
Βασίλης Σκιαδάς («Επαμεινώντας») στρατιωτικός διοικητής
Τάκης Σούφρας («Απόλλων») καπετάνιος 
Τάσος Μακρής («Τρίκαρδος») επιτελής, 
αντίστοιχα του ΙΙΙ Τάγματος. 
Ι Τάγμα: 
Στρατ. Διοικητής Κώστας Παπαγεωργίου, μόνιμος λοχαγός Πεζικού. 
Καπετάνιος Κώστας Αυγούλης. 
ΙΙ Τάγμα: 
Στρατ. Διοικητής Γ. Κρητικός, έφεδρος υπολοχαγός.
Καπετάνιος Δ. Παπαγιαννόπουλος.
Στην επιχείρηση βοήθησε επικουρικά και το 3/40 Σύνταγμα της Άρτας, που κι αυτό περιλαμβανόταν στη δύναμη της VIII Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, Στρατιωτικός Διοικητής της οποίας ήταν ο θρυλικός στρατηγός Γεράσιμος Αυγερόπουλος.

Άλλες αντιστασιακές οργανώσεις εκτός απ’ το ΕΑΜ ήταν ο ΕΔΕΣ με τον Ν. Ζέρβα, Γ. Παπαϊωάννου, και Σ. Χούτα. 

Μεγάλες υπηρεσίες στην Εθνική αντίσταση προσέφεραν και πολλοί μεμονωμένοι αγωνιστές.
 


Δημήτρης Ντόκας

Φωτογραφίες των αγωνιστών που μιλούν, μπορείτε να δείτε στο:
http://prototypia.blogspot.com/2009/10/40.html

Αναδημοσίευση από: http://prototypia.blogspot.com/

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

28 Οκτωβρίου 1945



1945
Τα σχολεία γιορτάζουν την 28η Οκτωβρίου με τετραήμερες εκδηλώσεις.
Από τα αρχεία του 1ου Γενικού Λυκείου μαθαίνουμε:

πρ. 68/20 Οκτ.1945
 
Εορτασμός 28ης Οκτωβρίου (τετραήμερος) 

πρωί 25ης Οκτ. μετά την προσευχή, έπαρση σημαίας, παρέλαση μαθητών αδόντων πατριωτικά άσματα ενώπιον του συλλόγου διδασκόντων εκφώνηση λόγου από τον Γυμν. Α. Παπασωτηρόπουλο, στολισμός σχολείου.

πρωί  27ης  Οκτ. απαγγελίες   μαθητών, λόγος  του  διευθυντή Ι. Πλαγιανάκου, το  απόγευμα στέψη του Ηρώου των πεσόντων, κατάθεση στεφάνου.

Πρωί 28ης, συμμετοχή διδασκόντων και διδασκομένων στη δοξολογία, παρέλαση μαθητών και το απόγευμα διοργάνωση χορών μαθητικών με εθνικές ενδυμασίες, τέλεση αγώνων δρόμου και σκυταλοδρομίας.



 Παρέλαση 28ης Οκτωβρίου 1948


Οι μαθήτριες παρελαύνουν, συμβολίζουσες τα 12 νησιά μας.


Από το Αρχείο Γεωργίου Πάστρα και το αρχείο του 1ου Γενικού Λυκείου



Δολοφονία καθηγητή Δημητρίου Αγγελίδη

                                                   

"ΕΝΑ ΒΑΡΥΤΑΤΟΝ ΕΓΚΛΗΜΑ"




  
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ  1867-1906


'Ενα έγκλημα που έγινε το 1906 στο Αγρίνιο, συντάραξε την μικρή, ήσυχη ζωή της πόλης.
Ο Δημήτριος Αγγελίδης ήταν καθηγητής στο Γυμνάσιο Αγρινίου.
 Γεννήθηκε στην Κόνισκα Παρευηνίων (Θέρμο), από φτωχούς γονείς. Σπούδασε φιλολογία και τον Αύγουστο του 1898 διορίστηκε δάσκαλος στην Μέση Εκπαίδευση.
Δίδαξε στο σχολείο της Βελίστας (Λοκρίδας), στην Γαστούνη, στην Ναύπακτο και στο Κεφαλόβρυσο.
Τον Αύγουστο του 1905 προάγεται σε καθηγητής Γυμνασίου και υπηρετεί στο Γυμνάσιο Αγρινίου.
Αρθρογραφούσε στην εφημερίδα των Αθηνών "Καιροί".
Επίσης έγραψε και το βιβλίο "Φιλολογικά".
Είναι το μοναδικό συγγραφικό έργο που πρόλαβε να γράψει.

Μια μέρα στον καθημερινό του περίπατο στην πόλη του Αγρινίου, συνάντησε δυο δεκαπεντάχρονους μαθητές του.
Κάπνιζαν και έπαιζαν χαρτιά, κάτι το οποίο ήταν σκανδαλώδες για την εποχή. Ο καθηγητής λέγεται οτι τους χτύπησε και τους επέπληξε για την συμπεριφορά τους.
Την άλλη μέρα μεταφέροντας το συμβάν στον Σύλλογο Καθηγητών του Γυμνασίου, οι μαθητές απεβλήθησαν για τρεις μέρες. Μετά το τριήμερο όμως οι μαθητές δεν επέστρεψαν στα μαθήματά τους.
Οι δύο μαθητές πήγαιναν τακτικά στον Ελαιώνα του Αγρινίου και εξασκούνταν στην σκοποβολή, ενώ είχαν ήδη διαδώσει στους φίλους τους ότι θα σκότωναν τον καθηγητή.
Και πράγματι το βράδυ της 5ης Μαΐου του 1906, γυρνώντας από τον περίπατό του ο καθηγητής Αγγελίδης,  οι μαθητές του τον περίμεναν στην είσοδο του σπιτιού του και τον πυροβόλησαν.
Διακομίσθηκε στην κλινική Παπασπύρου, όπου άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 39 ετών. 
Άφησε πίσω του πέντε ορφανά, όλα κορίτσια.

Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία στην μικρή πόλη του Αγρινίου και συντάραξε τους πάντες.
Για το συμβάν έγινε συλλαλητήριο και μετά το τέλος του συλλαλητηρίου οι συμμετέχοντες συνέταξαν ψήφισμα προς τον Βασιλέα και την Κυβέρνηση.
"Η πόλις του Αγρινίου, κατόπιν του τραγικού κακουργήματος που έλαβεν χώρα εις την πόλιν μας, συνήλθε προ ημερών εις πάνδημον συλλαλητήριον και συνέταξε ψήφισμα, δια του οποίου ζητεί την λήψιν μέτρων προς εξασφάλισιν της ζωής και της περιουσίας του λαού".

Από τα αρχεία του Γενικού Λυκείου Αγρινίου, διαβάζουμε:



Πρᾶξις 11η

    Ἐν Ἀγρινίῳ σήμερον τῇ 8η Μαΐου 1906 συνῆλθεν ὁ σύλλογος μετά τῆς ἐφορείας εἰς ἒκτακτον συνεδρίασιν. Κατ’αὐτήν λαβών ὑπ’ὂψιν τό βαρύτατον ἒγκλημα τῶν μαθητῶν Ν.Παπαζώη καί Ταξ.Γεωργούση δολοφονησάντων τόν καθηγητήν Δ.Ἀγγελίδην ὁμοφώνως ἐπιβάλλει τοῖς μαθηταῖς τούτοις συμφώνως τῶ ἂρθρῳ 55 τοῦ Βασιλικοῦ Διατἀγματος τῆς 31 Δεκεμβρίου 1836 καί τῷ ἂρθρῳ 14 τῆς ὑπ’ἀριθμ.14956 τῆς 9ης Ὀκτωβρίου 1898 ἐγκυκλίου τήν ποινήν τοῦ ἀποκλεισμοῦ ἀπό πάντων τῶν σχολείων τοῦ κράτους.



Ο Σύλλογος                                                   Ἡ ἐφορεία



Συμπαράσταση του Συλλόγου στην οικογένεια του θύματος
Πρᾶξις 12η

    Ἐν Ἀγρινίῳ σήμερον 8η Μαΐου 1906 συνῆλθεν ὁ σύλλογος εἰς συνεδρίασιν. Κατ’αὐτήν λαβών ὑπ’ὂψει ὃτι ὁ καθηγητής Δ.Ἀγγελίδης ἒπεσε θῦμα τοῦ ἑαυτοῦ καθήκοντος, οὓτω δέ ἐστερήθη τοῦ μόνου προστάτου πολυμελής οἰκογένεια  ἀποτελουμένη ἐκ τεσσάρων μικρῶν θυγατέρων καί ἑτέρου ὅσον οὔπω μέλλοντος νά γεννηθῇ τέκνου καί ὃτι ἡ κατά τόν νόμον ἀπονεμηθησομένη τῇ χήρᾳ καί τοῖς ὀρφανοῖς τοῦ δολοφονηθέντος σύνταξις ἒσται ὃλως ἀνεπαρκής ἓνεκα τῆς βραχυχρονίου αὐτοῦ ὑπηρεσίας, ὁμοφώνως ἀποφασίζει νά ὑποβάλῃ τῷ Σεβ.ὑπουργείῳ τήν παράκλησιν, ὃπως εύαρεστηθῆ νά πράξῃ ὃ,τι ἢθελεν εύδοκήσει ἳνα χορηγηθῇ ἐπαρκής σύνταξις τῇ ἀπορφανισθείσῃ οἰκογενείᾳ καί οὓτω σωθῇ αὓτη ἀπό τῆς φρικτῆς δυστυχίας εἰς ἣν ἐβύθισεν αὐτήν ἡ εἰς τό καθῆκον ἀφοσίωσις τοῦ μόνου προστάτου.



Ο Διευθύνων                                       Οἱ καθηγηταί



Η δίκη των μαθητών έγινε στην Πάτρα στις 23 Νοεμβρίου 1906.
Η απόφαση καταπέλτης ...."δεσμά διά βίου".







Παλαιότερη ανάρτηση βελτιωμένη

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Μαθητικά Συσσίτια



Μαθητικά συσσίτια στον συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου....κάποτε!!!

Αρχείο Αρ. Μπαρχαμπά



Και πιό παλιά...
 
Από τα αρχεία του 1ου Γενικού Λυκείου διαβάζουμε...

πρ. 20η/5-9-1942

Ίδρυση μαθητικών Συσσιτίων

Ο Σύλλογος σε συνεδρίασή του κατά διαταγή του Γεν. Επιθεωρητή συσκέπτεται για την ίδρυση μαθητικών συσσιτίων που θα ανέθετε σε εύπορους από τους γονείς και κηδεμόνες των μαθητών σε ειδική συγκέντρωσή τους στην οποία ο Γυμνασιάρχης Αθαν. Μπαλτάς (αποσπασθείς από το Γυμνάσιο Αρρένων Ιωαννίνων) αναπτύσσει τον σκοπόν και τους διαφωτίζει για τον εξόχως παιδαγωγικόν χαρακτήρα του μέτρου τούτου,  «φ’ σον συντελε στήν νάπτυξιν πατριωτικν καί κοινωνικν συναισθημάτων καί ἀλληλεγγύη μεταξύ τν μαθητν.»
Στην ίδρυση των μαθητικών συσσιτίων σπουδαίο ρόλο έπαιξε ο Πρωτοσύγκελος της αρχιεπισκοπής Κ. Αλεξανδρόπουλος που ήρθε στο Αγρίνιο με εντολή του Αρχιεπισκόπου «νά ἱδρύσει παιδικά συσσίτια ἐν Ἀγρινίῳ»

Συσσίτια μαθητικά 1946-1947

Παρακαλούνται όλοι οι καθηγητές να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη διανομή του συσσιτίου προς τους μαθητές, αφού η σημασία του συσσιτίου για τους μαθητές και τους γονείς τους είναι τεράστια στα δύσκολα αυτά χρόνια. Τα μαθητικά συσσίτια «πρέπει νά ἐπικουρῶνται ὑπό ἐγκρίτων μελῶν τῆς κοινωνίας ἳνα βελτιοῦνται ὁσημέραν ποσοτικῶς καί ποιοτικῶς».

    πρ.17η 13/Ιαν/1948

«…Ὁ κ. Γυμν. ἐφιστᾶ τήν προσοχήν τῶν κ. Καθηγητῶν ἐπί τῶν συσσιτίων καί ἐπικαλεῖται τήν ἀμέριστον αὐτῶν συνδρομήν διά τήν ὁμαλήν λειτουργίαν των, καθ’ ὅσον τά παιδιά ὡς γνωστόν ὑποσιτίζονται, τά συσσίτια ἑπομένως ἔχουν ὑψηλήν ἀποστολήν καί σκοπόν αὐτόχρημα ἱερόν.»
   

Και ακόμη πιό παλιά...

Από το φύλλο της 27ης Νοεμβρίου του 1933 της  εφημερίδας "Φως", το άρθρο.

...Μία χαρακτηριστική επιστολή περί της αδιαφορίας των συμπολιτών...
 του Δ. Καββαδία, πρωτοπόρου των μαθητικών συσσιτίων στο Αγρίνιο.





Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Η δολοφονία του Μήτσου Βλάχου


Αρχές του 1962...

 
...και στις καπναποθήκες των καπνοπαραγωγών Τριχωνίδας, Βάλτου  και Ξηρομέρου η παραγωγή των καπνών της σοδειάς του 1961 παραμένει αδιάθετη.

Η Κυβέρνηση Καραμανλή μετά από πίεση και διαμαρτυρίες των καπνοπαραγωγών, αναγκάζεται να δώσει εντολή προς τους καπνοβιομηχάνους να αγοράσουν τα καπνά της σοδειάς του 1961 από την 1η Απριλίου του 1962, κατά ποσοστό 20% μηνιαία, ώστε μέχρι στις 31 Αυγούστου του 1962 να έχει πουληθεί μέχρι και το τελευταίο κιλό σοδειάς 1962, και χρηματοδοτεί γι' αυτό τους καπνοβιομηχάνους.


Παρ’ ότι όμως χρηματοδοτήθηκαν από την Κυβέρνηση, οι καπνοβιομήχανοι δεν προχώρησαν στην αγορά των καπνών. 
Και η Κυβέρνηση από την μεριά της δεν ασκούσε καμμία πίεση στους μεγιστάνες της καπνοβιομηχανίας.

Έτσι 7500 τόνοι καπνού της σοδειάς του 1961, πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές και 1400 τόνοι παρέμεναν αδιάθετοι.

Οι καπνοπαραγωγοί έβλεπαν τα καπνά τους, που ήταν ποτισμένα με ιδρώτα και αίμα, να σαπίζουν στις αποθήκες τους. Έβλεπαν την συμπαιγνία κυβέρνησης και καπνοβιομηχάνων και ήξεραν ότι θα αναγκάζονταν στο τέλος να πουλήσουν το κόπο τους σε εξευτελιστική τιμή.

Την προηγούμενη χρονιά είχαν πουλήσει τα καπνά τους από 15 έως 40 δρχ το κιλό.

Με αυτές τις τιμές οι καπνοπαραγωγοί δεν μπόρεσαν να πληρώσουν ούτε καν τα χρέη τους προς την Αγροτική Τράπεζα και εύλογα ζητούσαν για την νέα σοδειά αύξηση στην τιμή πώλησης κατά 40-50%. Για να μπορέσουν έτσι να πληρώσουν τα χρέη προς την Τράπεζα και να αντιμετωπίσουν και τις βιοτικές ανάγκες τους.

Οι καπνοβιομήχανοι όχι μόνο δεν προσέφεραν τιμές ανώτερες από την προηγούμενη χρονιά, αλλά δεν έδιναν ούτε καν την αύξηση 10% που είχε αποφασίσει η Κυβέρνηση, αφού είχε βάλει νέο φόρο 50 έως 70 λεπτά στο πακέτο.

Η εύλογη αγανάκτηση των καπνοπαραγωγών τους οδηγεί σε κινητοποιήσεις, οι οποίες κορυφώνονται στα μέσα Ιουλίου του 1962.

Στις 8 Σεπτεμβρίου οι καπνοπαραγωγοί Βάλτου και Ξηρομέρου κατέβηκαν σε προειδοποιητική διαδήλωση διαμαρτυρίας.

Πάνω από 4000 άνθρωποι κινήθηκαν από τα χωριά τους και τα ξημερώματα κατέλαβαν την δημόσια οδό Αμφιλοχίας-Αγρινίου.

Συγκεκριμένα στο χωριό Στάνου συγκεντρώθηκαν γύρω στους 3000 παραγωγούς και στο χωριό Σφήνα γύρω στους πεντακόσιους.

Άντρες, γυναίκες, νέοι και γέροι ακόμα και μικρά παιδιά απάντησαν στους Κυβερνητικούς εκπροσώπους και στην Χωροφυλακή, ότι δεν θα διαλυθούν αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους και ότι είναι αποφασισμένοι να πέσουν όλοι για τον δίκαιο αγώνα τους.

Και τότε οι Χωροφύλακες, παρουσία του Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας Ιωάν. Μήλλιου, του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Μεσολογγίου Δημόπουλου, του Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών Αγρινίου Αθαν, Πέταλα και του βουλευτή της Δεξιάς Νικ. Φαρμάκη, πυροβόλησαν αδίστακτα εναντίον τους.



Και το αίμα των άτυχων παραγωγών χύθηκε και έβαψε τον δρόμο Αγρινίου-Αμφιλοχίας.

Ο μικρός Ευστάθιος Μπίλιας, μόλις 10 χρονών, από το χωριό Μαχαλά τραυματίζεται. Και ο Δημήτρης Βλάχος, 24 χρονών, καπνοπαραγωγός από την Λεπενού τραυματίζεται θανάσιμα στην γέφυρα της Σφήνας και μεταφέρεται στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αγρινίου, όπου αφήνει την τελευταία του πνοή.

Ο επίλογος αυτής της αιματηρής τραγωδίας, ήταν η Δίκη των 18 καπνοπαραγωγών, που συνελήφθησαν την μέρα των γεγονότων, σαν πρωταίτιοι της "στάσεως"(μία επόμενη ανάρτηση).

Πηγή: Το βιβλίο του Γρηγόρη Μπακόλα "Η Δίκη των Καπνοπαραγωγών Ξηρομέρου - Βάλτου στο Αγρίνιο το 1962"




Τι έγραφε ο Τύπος για την τραγωδία.








Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Μαρία Δημάδη 1907-1944


Τέλος καλοκαιριού, αρχές φθινοπώρου.
Ένα βράδυ του Σεπτέμβρη του 1944 μιά γυναίκα βρίσκεται δολοφονημένη έξω από το κοιμητήριο του Αγρινίου με δέκα σφαίρες στην καρδιά...
Δεν ήταν μια άγνωστη για τους Αγρινιώτες.
Ήταν η Μαρία Δημάδη, πλούσια, γοητευτική, πασίγνωστη όχι μόνο στο Αγρίνιο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας.
Σήμερα, χάρη στις έρευνες του αξέχαστου Φίλιππα Γελαδόπουλου, ξέρουμε ότι η Δημάδη ήταν μια φλογερή πατριώτισσα που έδινε πολύτιμες πληροφορίες στο ΕΑΜ.
Φαίνεται μάλιστα ότι χάρη σ' αυτήν σώθηκε η κυβέρνηση του Βουνού από επικείμενη επίθεση των Γερμανών.
Ίσως η μνήμη και η προσφορά της να είχε σβήσει για πάντα - όπως τόσων ανθρώπων στα μεταπολεμικά χρόνια - αν ο Φίλιππας Γελαδόπουλος, ο αγωνιστής και ακούραστος ερευνητής, δεν είχε δει το σπίτι της.
Ήταν γύρω στα '59-'60 όταν πρωταντίκρισε ένα έρημο σπίτι, πνιγμένο σε άγρια βλάστηση και περικυκλωμένο από πελώρια δέντρα... 
Ρώτησε και έμαθε ότι το σπίτι αυτό έμενε έτσι από τότε που σκοτώθηκε η ιδιοκτήτρια του, σε ηλικία 37 χρόνων, κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. 
Ο Γελαδόπουλος φωτογράφισε το σπίτι και έβαλε σαν έναν από τους στόχους της ζωής του να ανακαλύψει την πραγματική Μαρία Δημάδη και τους δολοφόνους της.
Η έρευνά του ξεκίνησε το 1962 και κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια: κομμάτι κομμάτι κατάφερε να ανασυνθέσει το πραγματικό πρόσωπο της ξεχασμένης πατριώτισσας.
Όμως το σπίτι αυτό που θα έπρεπε να είχε διατηρηθεί και να κηρυχτεί ιστορικό μνημείο, σήμερα δεν υπάρχει πια... Το γκρέμισαν (!)
Ο σαραντάχρονος τότε συγγραφέας Γελαδόπουλος περιόδευσε σ' όλη την Ελλάδα, μίλησε με εκατοντάδες ανθρώπους, πέρασε περιπέτειες για να μπορέσει να ολοκληρώσει αυτή την έρευνα, την τόσο δύσκολη σε επικίνδυνες εποχές. 
Πρώτα μιλάει με τους ανθρώπους γύρω από το σπίτι της - τον μπακάλη, τον υδραυλικό, τη μοδίστρα της, τους γείτονες.
Πηγαίνει στα Τρίκαλα, όπου γνωρίζεται με μια φίλη της, γυμνασιάρχη, ταξιδεύει στην άλλη άκρη της Ελλάδας, για να μιλήσει με έναν πρώην χωροφύλακα στο Αστυνομικό Τμήμα Αγρινίου. 
Φτάνει με λεωφορείο σε απομακρυσμένα χωριά όπου αλωνίζουν τα ΤΕΑ και τα ΜΕΑ.
Ό,τι μαθαίνει για τη Δημάδη τα γράφει συνοπτικά με καθαρά γράμματα σε χαρτάκια που κρύβει σε μπουκάλια και τα θάβει στον κήπο του σπιτιού του (γιατί εν τω μεταξύ δεχόταν επισκέψεις της αστυνομίας). 
Διάσπαρτη η ύπαρξη της Μαρίας Δημάδη κάτω από το χώμα, θα περιμένει εκεί μέχρι το 1984, που ο ερευνητής μάθαινε επιτέλους ποιοι ήταν οι δολοφόνοι της.


Τότε κυκλοφορεί την ιστορία της σε βιβλίο «Μαρία Δημάδη, η ηρωίδα της Αντίστασης» που κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις και εξαντλήθηκε.
Ακολούθησε το βιβλίο «Μνήμες και ελεγεία» με 57 ποιήματα αφιερωμένα στη μνήμη της απ' όλο τον κόσμο.
Μια πατριώτισσα...
Η Μαρία Δημάδη θα παρέμενε ίσως μια κυρία του σαλονιού, φιλάνθρωπη και καλλιεργημένη, αν δεν είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος. Μικρό παιδί έπαιζε πιάνο, έμαθε πέντε ξένες γλώσσες, ζωγραφική, διάβαζε και έγραφε ποιήματα, έστελνε συνεργασίες στη «Διάπλαση των Παίδων». Μεγαλώνοντας θα σπουδάσει φιλολογία στο Αμβούργο. Η μητέρα της είναι κόρη μεγάλου εμπόρου καπνών, ο πατέρας της γιατρός και λογοτέχνης.
Η Μαρία παντρεύεται, αποκτά ένα κοριτσάκι και χωρίζει. 
Ο πρώην σύζυγος είναι πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ζει στην Αθήνα, μαζί με το παιδί τους. Εκείνη με την έναρξη του πολέμου δημιουργεί ομίλους γυναικών που πλέκουν για τους στρατιώτες στο Αλβανικό Μέτωπο, εργάζεται η ίδια σαν εθελόντρια νοσοκόμα δίπλα στους τραυματίες. 
Οι γείτονές της ο αρχιτέκτονας Κώστας Καζαντζής και ο γιατρός Δημήτρης Πανόπουλος, κομμουνιστές, θα τη μυήσουν στο ΕΑΜ (η ίδια δεν έγινε ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, όμως αγαπούσε την ιδεολογία και τα μέλη του ΚΚΕ και τα βοηθούσε ολόψυχα). 
Στην εξοχική της βίλα, στο χωριό Πλάτανος γίνεται η πρώτη Συνδιάσκεψη του ΕΑΜ της περιοχής και εκείνη είναι η πρώτη γυναίκα που οργανώνεται από την Αιτωλοακαρνανία στις γραμμές της Εθνικής Αλληλεγγύης. Βοηθάει να ενταχθεί όλο και περισσότερος κόσμος στο ΕΑΜ (με το κύρος και τη φήμη που έχει σαν φιλελεύθερη μεγαλοαστή).
Γρήγορα η οργάνωση συνειδητοποιεί ότι η Μαρία Δημάδη διαθέτει εξαιρετικές ικανότητες και δυνατότητες που πρέπει να χρησιμοποιηθούν κάπου αλλού: Κομψή, ντυμένη πάντα με την τελευταία μόδα, γλωσσομαθής, «από τζάκι» είναι ο ιδεώδης άνθρωπος που μπορεί να εργαστεί σαν μεταφράστρια των Γερμανών - που ζητούν ήδη διερμηνέα για το φρουραρχείο του Αγρινίου. Αποφασιστική, ριψοκίνδυνη, η Μαρία δέχεται.
Παρακολουθεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, κρυφακούει συζητήσεις, ανοίγει βιβλία, διαβάζει απόρρητα έγγραφα και τα αποτυπώνει όλα στο μυαλό της. 
Χρησιμοποιεί καινούρια καρμπόν για να έχει στα χέρια της λεπτομέρειες των κινήσεων του γερμανικού στρατού, πιάνει γνωριμίες από τον φρούραρχο μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη.
Δίπλα της ο ιερέας Κ. Βαλής (που παρουσιάζεται στο Φρουραρχείο σαν ...θείος της και την «εξομολογεί» όλα τα μυστικά των κατακτητών) καθώς και ο βενζινάς Γ. Γιαννούλης, στελέχη και οι δυο του ΕΑΜ.


Το σπίτι της Μ. Δημάδη, απέναντι από τους Αγ. Αναργύρους


Τη δολοφόνησαν οι Γερμανοτσολιάδες


Η νέα διερμηνέας πείθει τον διοικητή του Φρουραρχείου να γίνει έρανος για τους φτωχούς της περιοχής, συγκροτούνται επιτροπές (κάτω από το μανδύα του ΕΑΜ!) κι έτσι συγκεντρώνονται 50.000 οκάδες καλαμπόκι, στάρι, λάδι. 
Οι δέκα χιλιάδες μοιράζονται στους φτωχούς και οι υπόλοιπες 40.000 στέλνονται στον ΕΛΑΣ.
Η Μαρία πληροφορεί για όλες τις στρατιωτικές κινήσεις των κατακτητών με συνέπεια τις ήττες τους στο Θερμό, το Μακρινόρος και το Καρπενήσι, όπου κατευθύνονται 50.000 Γερμανοί από Αγρίνιο και Λαμία με στόχο την κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας. Το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ ειδοποιημένο έγκαιρα, δίνει τη μάχη εκεί που θέλει και έτσι η μάχη κερδίζεται - μαζί της και η αντίσταση...
Ωστόσο δεν ήταν οι Γερμανοί που ανακάλυψαν το διπλό της πρόσωπο και τη δολοφόνησαν.
Ήταν οι «Έλληνες» Γερμανοτσολιάδες συνεργάτες των Γερμανών που τη σκότωσαν άνανδρα. Πλησίαζε ο καιρός που θα έφευγαν οι κατακτητές και ο Τολιόπουλος, ο αρχηγός τους, ήξερε ότι η Μαρία είχε ακούσει πολλά.
Ήταν αυτή που μετέφραζε, ήταν η μόνη που γνώριζε όλες τις συνεννοήσεις των εθνοπροδοτών, τις λεηλασίες τα καψίματα, τις δολοφονίες, όλα τα εγκλήματα που είχαν κάνει οι Γερμανοτσολιάδες και τη φοβούνταν. Επρεπε να βγει από τη μέση πριν να είναι αργά γι' αυτούς. Ετσι άρχισε το χρονικό ενός προδιαγεγραμμένου θανάτου...
Οι Γερμανοί εγκατέλειψαν το Αγρίνιο στις 14 Σεπτέμβρη.
Λίγες μέρες πριν οι τσολιάδες πηγαίνουν στο σπίτι της Μαρίας Δημάδη, κόβουν τα τηλεφωνικά καλώδια και της λένε ψέματα ότι τη ζητάνε επειγόντως στο Φρουραρχείο. Τη συλλαμβάνουν, την ανακρίνουν και ισχυρίζονται ότι θα την οδηγήσουν στη φυλακή προσωρινά μέχρι το πρωί, αλλά ο Τολιόπουλος έχει δώσει το σύνθημα: «Το πρωί,  βγάλτε της και μια φωτογραφία». 
Με τη βία την οδηγούν δίπλα από τη φυλακή προς το νεκροταφείο. 
Εκείνη αντιστέκεται, τη βρίζουν, τη σέρνουν. Ζητά να δει τον Τολιόπουλο. Ο τσολιάς υποκρίνεται ότι θα εκτελέσει την παραγγελία της αλλά δίνει το παράγγελμα στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Μια κραυγή ξεφεύγει από τα χείλη της: «Μανούλα μου!» Δέκα σφαίρες καρφώνονται στην καρδιά της...
... Τότε που μιλούσαμε με το Φίλιππα Γελαδόπουλο για την άγνωστη ηρωίδα, το σπίτι της υπήρχε ακόμα. «Με τα λόγια όλο λένε πως θα φτιάξουν ένα μνημείο» έλεγε ο Γελαδόπουλος. «Αλλά στην πραγματικότητα, τίποτα δε γίνεται...»


Αλίκη ΞΕΝΟΥ - ΒΕΝΑΡΔΟΥ






Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

"Ρυθμοί" (2)





...του Κίμωνα Γαλάζη (Γεωργίου Τσακανίκα).

Οι "ΡΥΘΜΟΙ" του Κίμωνα Γαλάζη πρωτοδημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα "Ο ΝΟΥΜΑΣ", το 1921.













Άλλες αναρτήσεις μας για τον Κίμωνα Γαλάζη :
http://agriniomemories.blogspot.com/2011/02/blog-post_20.html
http://agriniomemories.blogspot.com/2011/02/blog-post_3784.html
http://agriniomemories.blogspot.com/2011/02/blog-post_01.html
http://agriniomemories.blogspot.com/2011/02/blog-post.html

==========================
==========================

Λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα του 1967


12 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967 

Εννέα μέρες πριν το πραξικόπημα του '67.
Μιά μεγαλειώδης απεργία γίνεται στο Αγρίνιο. 
Μιά απεργία  που «έκανε πάταγο» όχι μόνο στο Αγρίνιο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Από την απεργιακή συγκέντρωση στο Εργατικό Κέντρο Αγρινίου οι φωτογραφίες.
Αρχείο Χρήστου Ν. Πουρναρά
Διακρίνονται:
Πουρναράς Χρήστος, μέλος της διοίκησης του Σωματείου Κτιστών και τεχνιτών Μπετού Τριχωνίδος με έδρα το Αγρίνιο και γραμματέας της συντονιστικής επιτροπής Αγρινίου, των 115 συνδικαλιστικών οργανώσεων. 
Μησιακούλης Γιώργος, πρόεδρος του Σωματείου Κτιστών και τεχνιτών Μπετού Τριχωνίδος με έδρα το Αγρίνιο.
Καρύτσας Δημήτρης, μέλος της διοίκησης του σωματείου σοβατζήδων και εκλεγμένος αντιπρόσωπος του σωματείου του στο ΕΚΑ.
Θεοδωρόπουλος Κώστας, γραμματέας του Σωματείου Κτιστών και τεχνιτών Μπετού Τριχωνίδος με έδρα το Αγρίνιο.
 Σκαλτσιάρης Νίκος, πρόεδρος του Σωματείου Κτιστών Πάτρας και εκπρόσωπος των 115 Συνδικαλιστικών Οργανώσεων στην απεργιακή συγκέντρωση αυτή.

Αρχείο Χρήστου Ν. Πουρναρά

Διακρίνονται:  Πουρναράς Χρήστος, Μησιακούλης Γιώργος, Θεοδωρόπουλος Κώστας, Σκαλτσιάρης Νίκος.

Πρόεδρος του ΕΚΑ τότε, ήταν ο διορισμένος – όπως και ολόκληρη η διοίκηση - ΖΩΗΣ ΚΤΕΝΑΣ.




Τις φωτογραφίες και τις πληροφορίες μας τις παραχώρησε ο Χρήστος Ν. Πουρναράς.
Ευχαριστούμε το blog  "ΟΙΚΟΔΟΜΟΣ".



Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

"Μια άνοιξη δίχως πατέρα"


Διήγημα του Δημήτρη Γιάκου.

Στο σπίτι ήτανε μόνες τους οι δυο γυναίκες. Κι ήτανε νύχτα, η κατάμαυρη νύχτα της σκλαβιάς, ο χειμώνας.
Με κρυφή λαχτάρα φευγατίζανε τις ημέρες. Τις μετρούσανε κάθε βράδυ, μία μία. Χαιρόντουσαν που πέρασε πια κι αυτή. Αύριο θα ’ρχόταν η άλλη, θα περνούσε κι εκείνη και θα ’φευγε γρήγορα. Ώσπου θα ’φτανε, δε μπορεί, θα ’φτανε κάποτε κι η μεγάλη ημέρα: Θα ξαστέρωνε ο ουρανός· και στον κάμπο θα λουλούδιζε η άνοιξη. Θα ξανάβλεπαν τους δικούς των, θα χορταίναν ψωμί.
Μα η άνοιξη δεν έλεγε να φτάσει. Μάταια την επρόσμεναν οι τυραννισμένες τούτες ζωές. Και τα βάσανά τους, να τα. Ξετυλίγονταν ταπεινά κι ήρεμα, ξεδιπλώνονταν εκεί, κολλητά στους ατάραχους τοίχους του διπλανού σπιτιού, όμως, ναι, ποιος θα καθότανε τώρα να νοιαστεί για τα ξένα τα βάσανα; Μήτε ρωτούσε μήτε τα νοιάζονταν κανείς… Σε τούτην εδωπέρα τη γειτονιά, ο καθένας τους ήταν σφιχταμπαρωμένος στο δικό τους το δράμα, κι ούτε μπορούσε, μήτε κι ήθελε να ξέρει του διπλανού του.
Μόνο καμιά βραδιά, καθώς σουρούπωνε κι οι σκιές κυκλοφορούσανε με προφύλαξη στους δρόμους, κάποια κοπέλα ανέβαινε βιαστικά στην ξύλινη σκάλα, χτυπούσε διακριτικά την πόρτα, καλησπέριζε σιγανά, απίθωνε στο τραπεζάκι κάποιο πρόχειρο δέμα. Κι έφευγε βιαστικά πάλι μουρμουρίζοντας:
- Θάρρος, κυρά Μαρία. Θάρρος, Σοφία… Ο κάμπος γέμισε παπαρούνες. Κι οι παπαρούνες, το ξέρετε δα, προμηνάνε την άνοιξη.
Και γελούσε. Τους γελούσε καλόκαρδα. Ύστερα, έκλεινε με προφύλαξη την πόρτα, κατρακυλούσε τα σκαλιά, χανόταν στο σκοτάδι.
Ήταν η κόρη του Πρεκατέ, του γείτονα. Τη γνώριζαν από πολύ μικρή· τήνε συνήθισαν τώρα.
Τους ερχότανε κάθε Σαββατόβραδο, την ίδια σχεδόν ώρα. Σαν αργούσε λίγο να φανεί, ανησυχούσανε. Όχι βέβαια γι’ αυτές, μα για κείνην.
-Τι να’ γινε τάχα κι άργησε; Αναρωτιόντουσαν. Μήπως…
-Θεέ μου!
Έδιωχναν την ιδέα. Και παρακαλούσαν το Θεό, τον ικέτευαν θερμά, να μην της στείλει κανένα κακό. Ήτανε τόσο μικρή, τόσο αγνή και σιωπηλή – κι είχε τόσο καλή καρδούλα, που δεν της άξιζε, θεέ μου, δεν της άξιζε κανένα κακό…
Ώσπου φαινότανε κάποτε η μικρή.
- Να με συμπαθάτε, μουρμούριζε. Άργησα λίγο απόψε. Μα κει, στο δρόμο, αντάμωσα κάποιον. Και δεν ήθελα να με ιδεί…
Ύστερα, απίθωνε βιαστική το δέμα στο τραπεζάκι, μουρμούριζε κάτι για παπαρούνες, χαμογελούσε, καληνύχτιζε – κι έφευγε…
 Για τις δυο γυναίκες ήταν ο παραστάτης άγγελος, το τρυφερό χέρι που τις εστήριζε στη ζωή. Και του χαμογελούσανε παραξενεμένες, το καληνύχτιζαν από καρδιάς, το ευχαριστούσανε. Και το σταύρωναν καθώς έφευγε, να το φυλάει το στοργικό βλέμμα του Θεού.
Σαν έφευγε το κορίτσι, οι δυο γυναίκες έπιαναν με κατάνυξη και ξετύλιγαν το δέμα: ένας μικρός σωρός από πράματα ξεφύτρωνε τότε: ψωμί, λίγη φέτα τυρί, κάποιο φρούτο, ξερή, μαύρη σταφίδα… 
Κι ανάμεσά τους, χωμένο εκεί στην ακρούλα, ένα τυπωμένο χαρτί, τόσο δα… Οι γυναίκες, τ’ άρπαζαν με λαχτάρα, διπλάρωναν αμέσως το λυχναράκι και το διάβαζαν, το κολλούσαν μες στα μάτια κοντά – και το διάβαζαν, το ροφούσαν. Μια γλυκιά, τρυφερή παρηγοριά ξεχυνόταν τότε σα μπάλσαμο μες στην καρδιά τους, την ξαλάφρωνε. Κι η ελπίδα φυσούσε σα δροσερό αγεράκι. Ανάδευε τα ξεραμένα φύλλα της, τ’ ανασήκωνε μαλακά και τα χάιδευε, σαν πνοή θεϊκή.
 - Μα γιατί; Πώς; Αναρωτιότανε η γριά. Πώς τα καταφέρνει ο Πρεκατές και τα στέλνει αυτά; Πού τα βρίσκει;
- Μήπως…


Μα τον ήξερε, τον ήξεραν όλοι καλά. Ήτανε βέβαια φτωχός, πιο φτωχός απ’ αυτούς. Μα τον ξέρανε τίμιο, νοικοκύρη. Κι ήσυχο, Θεέ μου, τι ήσυχον… Ποτέ του δεν είχε ακουστεί στη γειτονιά. Ο κακός του ο λόγος τους ήτανε άγνωστος.
Μα ναι. Δε φαινόταν, μήτε ακουγόταν ποτέ. Κι ήτανε, λένε, τόσο γλυκομίλητος! – τόσο καλός! Πού τα ’βρισκε λοιπόν και τους τα ’στελνε :
- Έ, τι λες και συ, Σοφία; ρωτούσε η μάνα.
- Χμ, τι να λέω; απαντούσε αυτή σιγανά.
Κι ανασήκωνε τους ώμους.
- Εγώ λέω να τη ρωτήσουμε, είπε τότε η γριά.
- Όχι, όχι μητέρα, φώναξε τότε η Σοφία. Δε θα ’ταν σωστό.
Μα κείνη δε βάσταξε.
Και κάποιο Σαββατόβραδο, σαν ήρθε το κορίτσι κι έφερε το δέμα, η γριά τη ρώτησε με την ψιλή, ραγισμένη φωνή της:
- Δε μου λες, Ρηνούλα μου – και να με συμπαθάς κιόλας, παιδί μου, γιατί ο πατέρας σου, γιατί μάτια μου να κόβει απ’ τη μπουκιά, που λέει ο λόγος, της φαμελιάς του και να μας τα στέλνει εμάς; Δεν είναι κρίμα, παιδί μου ; Ε, τι λες και σύ; Και να με συμπαθάς κιόλας… Σάμπως περισσεύουνε σήμερα κανενός;
            Η μικρή την άκουγε γελαστή. Πήγε να σταθεί λίγο, μα βιαζόταν.
            - Μην ανησυχείς, κυρά Μαρία, της είπε τότε, ζυγώνοντας προς την πόρτα, καληνυχτίζοντας. Δεν είναι μόνο ο μπαμπάς. Είναι κι άλλοι, είναι πολλοί… Είπαν όλοι, τους άκουσα εγώ, είπαν όλοι, πως δε θα ’ταν σωστό να πεθάνουμε… Έτσι είπαν. Άλλοι πολεμάνε αλλιώς – και αλλού… Και μεις τότε, θα τους πολεμήσουμε δω, έτσι είπανε, τους άκουσα εγώ… Καληνύχτα τώρα. Και – τσιμουδιά.
            Τους έκανε νόημα, φέρνοντας στο στόμα το δάχτυλο. Ύστερα έφυγε γρήγορα- έκλεισε βιαστική την πόρτα, κατρακύλησε τα σκαλιά.


            Κι η νύχτα ξεχείλιζε, είχε μαζευτεί πολλή- πολλή. Το πηχτό της σκοτάδι τύλιξε την πολιτεία σα σάβανο, μπούκωσε σφιχτά τους δρόμους, τη λίμνη πέρα, το βουνό.
            Οι γυναίκες είχανε γείρει να κοιμηθούν· κι ήτανε χορτασμένες – κι ευλογούσαν τον ουρανό. Μα, Θεέ μου – τι ήταν εκείνο το ξαφνικό; Πώς ήρθεν έτσι, πώς έγινε;
            Δε είχε γλυκοχαράξει ακόμα κι έμοιαζε σα ν’ ανοίξανε διάπλατα οι ουρανοί και σα να ’σταζαν δάκρυα, που πέφταν πηχτά, σαν καφτό, αναλυτό σίδερο προς την κουρασμένη γης…
            Κι έξω στους δρόμους, μυριάδες σάλπιγγες σα να προμηνούσανε τη Δεύτερη Παρουσία.
-«Σηκωθείτε, σηκωθείτε, νεκροί…», φώναζαν οι άγγελοι.
Κι ανέμιζαν τις ρομφαίες.
Μα κείνοι δεν έλεγαν να υπακούσουν. Σφιχταγκάλιαζαν τα μνημούρια τους, στέκαν ακούνητοι, πεισματικά, κι απαντούσαν με τα σκελετωμένα τους στόματα.
-«Η σειρά των ζωντανών, απαντούσαν. Ας σηκωθούνε πρώτα οι ζωντανοί».
Κι οι άγγελοι θύμωναν, αγριεύαν. Κι ήταν σα να ’σκιζαν τη νύχτα οι αστραπές, σα να τη γέμιζαν ρομφαίες…
-Θεέ μου, όνειρο θα ’ναι πετάχτηκε η Σοφία και φώναξε. Μάνα, μάνα, δε βλέπεις; Δεν ακούς τι γίνεται έξω;
Και σκουντούσε ξέφρενη τη γριά.
Εκείνη σαν κάτι να ’νιωθε, σαν κάτι ν’ άκουγε μέσ’ απ’ τον ύπνο της. Μα ήτανε, Θεέ μου τόσο κουρασμένη, κι ήτανε τόσο βαριά η καρδιά της…
…Δε μπορούσε να κουνηθεί, να ξυπνήσει. Δεν καταλάβαινε…
-Μάνα, σήκω. Σήκω απάνου, δεν ακούς; Χαλασμός κόσμου έξω, ξαναφώναξε η Σοφία.
Η γριά ανασηκώθηκε λίγο, τέντωσε τ’ αφτί.
            Κι οι δυο γυναίκες τότε μόνο ακούσανε αυτό που γινότανε έξω, το ’βλεπαν και το ζούσανε κρυμμένες πίσω από το σκοτεινό παράθυρο.
            Στην αρχή ήταν οι τουφεκιές. Έπεφταν αραιές απ’ τις τέσσερεις άκρες της πολιτείας, έσπαζαν την ησυχία της νύχτας, τήνε κομμάτιαζαν… Ύστερα, ξυπνούσε ανήσυχη τρομαγμένη η φτωχογειτονιά, αναμετριότανε θαρρείς με το Χάρο. Μέσα στο σύθαμπο της αυγής, είχαν ορμήσει με βία οι ξένες κουβέντες, το βάρβαρο μήνυμα:
            «Μπλόκο. Μπλόκο…», ακουγότανε από δω.
            «Μπλόκο. Μπλόκο…», αντιβούιζε από κει.
            Κι έπαιρνε τη λέξη ο νυχτερινός άνεμος, τη σκόρπαε με χιλιάδες στόματα πέρα, στα μισοσκόταδα, και μέσα στις φοβισμένες καρδιές, που έτρεμαν. Κ’ η ταραχή τις επάγωνε. Ο τρόμος αλλοιθώριζε τα μάτια, έφτανε σα φριχτός αντίλαλος στο σκοτεινό απάνου παράθυρο, τρυπούσε σα βέλος τ’ αφτί. Κι ήτανε δίπλα κάποιο παιδάκι· κι έκλαιγε γοερά κι ασταμάτητα. Η μάνα ήταν κοντά. Οι κατάρες μισοάνοιγαν το στόμα της· το γέμιζαν χοχλακιστό μίσος κι ανάμεσα – ανασηκώνονταν ίσαμε τον πρωινόν ουρανό…
            Οι δρόμοι και τα στενά, οι αυλές των σπιτιών κι η πλατεία πλημμύριζαν πράσινες κάμπιες και όπλα. Είχανε θαρρείς μαντρωθεί από ροδαλά κτήνη, που τα ξέρασαν τα σκοτάδια.
            Κι οι άντρες, μουδιασμένες κι αναριγούσες σκιές, έστεκαν βουβοί στα πρώτα φέγγη της μοιραίας αυγής, πρόσμεναν μ’ αγωνία να φτάσει ο πρωινός θάνατος.
            Οι δυο γυναίκες αγκαλιάζοντας το περβάζι, κοίταζαν, κοίταζαν- και δεν έβγαζαν τσιμουδιά. Στ’ αγριοβόρι κάτου πλανιόταν ο Χάρος κ’ η Τυραννία. Έμοιαζαν λαγωνικά, που οσμίστηκαν αγρίμια κ’ είχανε σκαρφαλώσει απάνου στο θαμπό κοντινό λόφο, κι ούρλιαζαν, αλυχτούσαν.
-Πρό-οσοχή… Πρό-οσοχή!... Όποιος κρυφτεί τον περιμένει ο θάνατος, με το σκυλίσιο ετούτο στόμα που μιλεί…
Κι η φτωχογειτονιά, κι οι δουλευτάδες κι οι φαμίλιες, που είχανε λαχταρίσει τον ήρεμο και χορτασμένον ύπνο, σηκώνονταν σα φαντάσματα αγουροξύπνητα, και μαζεύονταν εκεί, στην πλατεία. Πλούτιζαν τη φάλαγγα των μελλοθάνατων…


Στου Πρεκατέ την κάμαρα ανάδευε τις νυσταγμένες του φλόγες κάποιο μισοαναμμένο φως. Όλο τ’ ασκέρι βρίσκονταν σ’ αναστάτωση. Η μισόκοπη μάνα, τα κουτσούβελα, η Ρηνούλα. Έτρεχαν δώθε και κείθε μεσ’ τη φτωχική κάμαρα - και κοιτάζονταν αναμαλλιασμένες, αμίλητες. Η απόμακρη, σατανική φωνή είχε καλέσει όλους τους άντρες. Ό λ ο υ ς… Το λοιπόν, έπρεπε να πάει κι αυτός. Όποιος κρυφτεί τον περιμένει ο θάνατος. Δεν το ‘χε πει καθαρά, ντόμπρα και τίμια το χωνί;
Ο Πρεκατές στεκόταν ακόμα δίβουλος στην άκρη της μισοσκότεινης κάμαρας, την είχε μισοανοίξει κ’ έστεκε εκεί, τρέμοντας. Κοίταζε με απλανή, ξεθωριασμένα βλέμματα προς την πλατεία. Στ’ αφτιά του έφτανε κάτι σαν υπόκωφος στεναγμός. Μα δεν έλεγε, μήτε να ξεκινήσει μήτε να μείνει.
Ύστερα, γύριζε κ’ έβλεπε τα παιδιά, τη γυναίκα του. Κι η φωνή ξανακαλούσε, τραχιά, βάρβαρη. Νά τηνε! Ξέσκιζε τη θαμπωμένην ακόμη πρωινήν ατμόσφαιρα κ’ έφτανε ίσια στ’ αφτιά του, περούνιαζε την καρδιά, την κομμάτιαζε…
- «Αθώος εσύ, κι αγνός… Γιατί να πας; 
Μουρμούριζε μέσα του κάποια φωνή – την άκουγε κιόλας, που χάιδευε τώρα τ’ αφτιά του, τα ζύγωνε και του τα πλημμύριζε με ήχους. 
Και παραξενευότανε, ποιός, μα ποιος να ‘ταν αυτός που του τά’λεγε; (Αν πας εκεί – βρωμάει ψοφίμι κι αίμα στάζει… Κ’ είναι τα δάκρυα του μπλόκου, για ιδές, νεκρομάντηλα είναι, στον ατέλειωτο κι ανήλιαγο δρόμο των κατέργων… Εκεί συνάχτηκαν δάσος οι νεκρικοί σταυροί. Ξεφύτρωσαν μυριάδες τ’ αλουλούδιαστα τα μνημούρια… Δε βλέπεις… Δε βλέπεις)».
 - Πού θα πας, χριστιανέ μου; Πού θέλεις να πας; του μουρμούριζε η γυναίκα του, καθώς είχε ξεπροβάλει λίγο πιο έξω στην πόρτα, για να κοιτάξει καλύτερα. Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ αυτουνούς;
Γύρισε και την είδε μ’ ένα μάτι βαθύ, σκοτεινό.
- Σάμπως οι άλλοι; Τι έχουν οι άλλοι; Ψιθύρισε.
Και το μάτι του έσταζε δάκρυ…
- Εγώ λέω, να κάτσεις εδώ… είπε αυταρχικά η γυναίκα. Να μην πας πουθενά! Και ν’ αφήσεις τις κουβέντες. Νά, κοίτα! Γαντζώσου κάπου εκεί – και κρύψου!...
            Και του ’δειχνε με κομμένη φωνή τη ντουλάπα, το κρεββάτι από κάτου – ψηλά, το ταβάνι…
- Ποιος θα σε ιδεί; Ποιος θα ’ρθει; Εσένα θα κοιτάζουνε τώρα;
- Κι αν έρθουν; τη ρώτησε απότομα αυτός. Θα ’θελες να μου τη φυτέψουν εδώ, μπροστά στα παιδιά; Τι φταίνε αυτά, τι χρωστάνε για μια τέτοια σκηνή; Δε θα ’ταν καλύτερο να … Σάμπως όλοι που θα πάνε, θα…
            - Καλύτερο θα ’ταν… Καλύτερο θα ’ταν το άλλο – να λείπαν αυτά, ξανά ’πε εκείνη, σαστισμένη. Δεν ξέρω, δεν ξέρω!... είπε ύστερα. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις. Ό,τι σε φωτίσει ο Θεός!
            Και μπήκε μέσα, μάζεψε τα παιδιά.
            Ο Πρεκατές έστεκε ακόμη στην πόρτα. Τριβέλιζαν το μυαλό του οι σκέψεις: Θεέ μου, μουρμούριζε, γιατί να μπαίνω σε μια τέτοια δοκιμασία; Εγώ δεν έχω πειράξει ποτέ άνθρωπο. Κανέναν άνθρωπο. Ξέρεις εσύ· μήτε το φίλο, μήτε τον οχτρό μου. Καλό να μπορούσα, τους έκανα. Κακό, σε κανέναν, ποτέ… Έφυγα ποτέ απ’ το δρόμο Σου, πες μου, έ φ υ γ α; Κι αν τα χέρια μου είναι ροζιασμένα, κι αν συνήθισαν να δουλεύουνε, χρόνια τώρα, μόνο το σκαρπέλο, έτσι που να μη μπορούνε σήμερα ν’ αδράξουνε το όπλο, αν τα στέρνα μου είναι κρύα και στέκουν στενά, φοβισμένα, μήτε και μπορούνε να χωρέσουν τον φλογερό, τον πανανθρώπινο παλμό των σκλάβων, δε φταίω εγώ… Δεν το μπορώ, Θεέ μου, δεν το μπορώ, κι ας το θέλω!... Σε τούτη τη μεγάλη αντάρτισσα, τη Γης, πολύ που πιάνω τόσον τόπο, τόσον τόπο!...
            Η φωνή ξανακούστηκε τελευταία φορά. Ύστερα έσβησε. Ο σκοτεινός της αντίλαλος τρύπωσε στ’ αφτιά του Πρεκατέ, βούιζε. Στριφογύριζε και μέσα του, σαν ηχώ δαιμονισμένη – δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Τον έκανε κι ανατρίχιαζε…
            Μπήκε μέσα στην κάμαρα, άρπαξε το παμπάλαιο λεκιασμένο παλτό του, το ’ριξε απάνω του βιαστικά. Του ’ρχότανε λίγο κοντό. Τα μανίκια κρεμούσαν, μα δεν πρόσεχε, δεν έβλεπε τίποτα.
            Και ξεκίνησε, κάνοντας το σταυρό του.
            Η γυναίκα τον έβλεπε να φεύγει σαν ίσκιος, να χάνεται μέσ’ στο θαμπόφωτο της αυγής. Μιαν αστραπή πέρασε μέσα της, ένα ρίγος που την κλόνισε σύγκορμα: Μη, μη!... έμπηξε μια φωνή. Σύρθηκε ξωπίσω του. Τον αγκάλιασε, τον ικέτευε. Κι έστεκε μπροστά του, του ’φραζε το δρόμο…
            Τα παιδιά έτρεξαν κοντά. Δεν ένιωθαν αυτά, δεν καταλάβαιναν. Μα βλέποντας τη μάνα τους τόσο ταραγμένη, έμπηξαν τα κλάματα, μπερδεύονταν, περδικλώνονταν στα πόδια του πατέρα και φώναζαν, όλο φώναζαν κι αυτά:
-«Μη, μπαμπά, μη…».
Ήταν σα να τον ξεπροβόδαγαν για μακρινό, φουρτουνιασμένο ταξίδι απ’ όπου μπορεί και να μη γυρνούσε ποτέ…
- Έχ, βρε γυναίκα, τι μου κάνεις! μουρμούρισε αυτός με σπασμένη φωνή.
Δε μ’ άφηνες, χριστιανή μου, να πάω στο καλό του Θεού; Προτιμάς να ’ρθουνε να με μακελέψουν εδώ, μπροστά στα παιδιά;
            Η γυναίκα τον άφησε τότε.
            Και κείνος τράβηξε να ’βρει τη μοίρα του εκεί. Εκεί όπου είχανε συναχτεί πια οι δραπέτες της Κόλασης, οι μαύροι οι μασκοφόροι – και ξεδιαλέγαν τα σφαχτά. Ανάμεσά τους αλώνιζε και ο Κοσμετάτος, ο κακός πάντα γείτονας, με την ολοκαίνουργια πέτσινη στολή του – και τ’ αλλοίθωρο μάτι του. 
Οι γυναίκες τον κοίταζαν από το παράθυρο – κι αναριγούσαν.
            Όλο κρύβονταν να μη λάχει και τις πιάσει η ματιά του…
- Στο καλό. Και με τη βοήθεια του Θεού! μουρμούριζε τώρα η γυναίκα του Πρεκατέ.
            Και τον σταύρωνε από πίσω, καθώς χάνονταν στο μισοσκόταδο.
            Η Ρηνούλα μάζεψε τα παιδιά. Μπήκαν όλοι μέσα. Μα πού να ξαναξαπλώσει κανείς στο κρεββάτι; Έστεκαν όλοι στο πόδι, προσμένοντας, προσμένοντας με λαχτάρα, καρτερώντας με σφιγμένη καρδιά.
            Κι ο Πρεκατές βρέθηκε σε λίγο ανάμεσα στο τσούρμο των σκλάβων. Οι ευχές της γυναίκας, οι σταυροί της, έφεγγαν μέσ’ στην ψυχή του σα φάρος, που φώτιζε τη σκοτεινή, θαλασσοδαρμένη, πορεία του.
            - Θεούλη μου, έλεγε, Θεούλη μου, παρακαλούσε, καθώς τρέμοντας τριγυρνούσε στην αναταραγμένη πλατεία, ανάμεσα σε γνωστούς και άγνωστους. 
Μικρό σκουλήκι καθώς είμαι, ταπεινό και φρόνιμο, ένα απ’ τα εκατομμύρια τα σερπετά σου, που ασήμαντα περπατάνε και αναστενάζουν πάνου στη γης, βόηθα οι μπότες των εχτρών να μη με στίψουν…
            Και τριγυρνούσε αμήχανος, φοβισμένος. Έπιασε μιαν απόμερη γωνιά. Και κει, Θεέ μου! Τι παράξενη, τι ξαφνική ιδέα ήταν αυτή; Είχε ζυγώσει τον κορμό ενός δέντρου. Το φύλλωμά του, σα να τον σκέπαζε προστατευτικά. « - Αν ανέβαινε απάνου;» πέρασε απ’ το μυαλό του η ξαφνική ιδέα, τον φώτισε σαν αστραπή; « - Ποιος θα μ’ έβλεπε, ποιος; Μπορεί και να γλύτωνα…» ξανά ’πε μέσα του. Και ψευτογέλασε θλιβερά.
            Χωρίς να χάνει καιρό, σκαρφαλώνει σαν αίλουρος στο δεντρί, θωρεί από πάνου απ’ τα κλωνάρια του το συρφετό, που αναδεύει από κάτου, που αναστενάζει πιο πέρα, που ετοιμάζεται για τα κάτεργα, για το θάνατο… Νιώθει μια σιγουριά μέσα του. Η ελπίδα της σωτηρίας του χαμογελά.
            - Θεούλη μου, ξαναλέει. Δώσε ως το τέλος, δώσε να σωθώ… Για τη γυναίκα μου, Θεέ μου, για τα παιδιά…
            Μα δεν προλαβαίνει να χαρεί άλλο την ευτυχία του. Νάτος! Ζυγώνει ο ροδαλός κανίβαλος, η πράσινη κάμπια.
            - Nieder, du! Schell nieder, του φωνάζει καθώς απλώνει τη μούρη του προς τα πάνου και τον θωρεί παραξενεμένος, αγριωπός.
            - Ρε πατριώτη, πετιέται ο Πρεκατές από πάνου από το δέντρο – και τρέμει, χάνει τα λόγια του. Άσε με μένα. Πού να πάω; Έχω παιδιά…
            Δεν ξέρει τι λέει, δεν ξέρει πια τι να κάμει. Και παρακαλεί, γαντζώνει γερά στο κλαδί, δε λέει να κατεβεί – το αγκάλιασε σαν τραγικός παλιάτσος. Φτωχοκούρελα και κλαδί γενήκαν ένα. Σα να σφιχτάδραξε ο φουκαράς ο Πρεκατές το κλαδί της Ζωής – και να μη τού ’κανε καρδιά να ξεκολλήσει…
            Ο άλλος δεν καταλαβαίνει: 
            -Gesagt, ούρλιαζε. Ich sagte trette aus!
            Και τεντώνει απάνω του την κάννη του όπλλου.
            - Μη μη!... κάνει ο Πρεκατές. Έχω παιδιά… Αν είσαι Χριστιανός, άσε με, καλά είμαι εδώ… Ποιος μπορεί να με ιδεί; Άσε με, να χαρείς, άσε με…
            Και παζαρεύει, ζητιανεύει τη ζωή του.
- Nieder, Maül! Ξελαρυγγιάζεται ο άλλος.
Ο Πρεκατές, τίποτα! Σα να μην ακούει πια, σα να μην καταλαβαίνει τίποτα. Μυξοκλαίει μόνο, παρακαλεί πάντα.
Κι η ντουφεκιά – πώς την είδε ν’ αστράφτει μπροστά στα μάτια του ο Πρεκατές, πώς τέντωσε το χέρι την ύστατη στιγμή, σα να ’θελε να την προλάβει. 
Κι η ντουφεκιά του σταμάτησε τα παρακάλια και τα μυξοκλάματα. Θαρρετή, πέρασε απάνω του, τίναξε λίγα φύλλα, τα σκόρπισε πέρα και ξεγάντζωσε το κορμί του Πρεκατέ. Το ’φερε χάμου βαρύ, μολυβένινο. 
Κι ύστερα υψώθηκε γρήγορα προς τον ουρανό, τον ζύγωσε κατάσαρκα και τον καταξέσκισε. Κι έλαβε την τιμή ν’ αναφέρει πως ο νόμος είχε τηρηθεί κατά γράμμα – το καθήκον είχε εκτελεσθεί.
            - Dura lex, sed lex, ακούστηκε να μουρμουρίζει αυτός, με το γκριζογάλανο στόμα του.


Είχε αρχίσει πια να ξημερώνει. Ο κατακόκκινος φλογάτος ήλιος ξεμύτιζε δω ψηλά, στο βουνό, κι ήταν αμέριμνος, μαχμουρλής. Παιχνίδιζε κιόλας απάνου στις στέγες της πολιτείας και στις δενδροστοιχίες.
            Μέσα στην αναταραχή, οι άλλοι της πολιτείας πού να προσέξουν πού να γυρίσουν να ιδούν το πληγωμένο πουλί, που ξεψυχούσε κει κάτου, στα χώματα, χωρίς καν να προλάβει ν’ αναστενάξει…
            Μόνο η Σοφία το είδε πάνου απ’ το παράθυρο, το πρόσεχε από ώρα.
            Έτρεξε και κατέβηκε τα σκαλιά, αψηφώντας τον Κοσμετάτο, ξεχνώντας τον ολότελα, ζύγωσε στην πλατεία.
            Εκεί στην ακρούλα έστεκε η Ρηνούλα. Και, τι παράξενο, Θεέ μου, αυτό το κορίτσι, τι σιωπηλό. Δεν έκλαιγε. Δε φαινόταν καθόλου να κλαίει. Μόνο έσφιγγε γερά τις γροθιές του…
            Και στεκόταν εκεί, κοκκαλωμένο κι απόμερο, κοίταζε απέναντι, στον αντικρινόν ορίζοντα, πού ήτανε τώρα βαμμένος στο αίμα του ήλιου.
            Ο κάμπος γέμισε παπαρούνες και αίμα, σκεφτόταν. Κ’ οι παπαρούνες καλά το λένε, προμηνάνε την άνοιξη.
            Μια άνοιξη δίχως πατέρα.



Άλλες αναρτήσεις μας σχετικά με τον Δημήτρη Γιάκο:
http://agriniomemories.blogspot.com/2011/02/blog-post_1875.html