Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Ασπρόμαυρες Αναμνήσεις



Οδός Μεσολογγίου (νυν Χ. Τρικούπη)


 

Οδός 39ου Συντάγματος
(στον πεζόδρομο Ηλιού)





 Οδός Παπαστράτου 





"Το Σημάδι"




Προσωπογραφία του Θ. Παλιούρα.

Ένα διήγημα του Θανάση Παλιούρα από  τη συλλογή βιωματικών διηγημάτων  που πρόκειται να κυκλοφορήσει



Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1958, μέσα από την ασυνήθιστη συμπεριφορά του παππού μου, διδάχτηκα το ακριβό νόημα της αυτογνωσίας, αλλά και τα βαθειά μυστικά της ανθρώπινης ύπαρξης.Νιόβγαλτος φοιτητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον αέρα της πρωτεύουσας, κατέβηκα στο Αγρίνιο για τις διακοπές. 
Από τους πρώτους που έτρεξα να χαιρετίσω ήταν ο παππούς. 
-Καλώς τον καθηγητή, είπε με τη ζεστή φωνή του, καθώς χανόμουνα στην αγκαλιά του. 
-Είναι νωρίς ακόμα, είπα σιγανά καθώς έκατσα στο σκαμνί απέναντί του με αναμμένο το τζάκι. Με ρωτούσε για την Αθήνα, είχε πάει κάποτε με το τραίνο, για τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο, είναι φοιτητές απ’ όλη την Ελλάδα και γνωρίζεστε μεταξύ σας; Για το σπίτι που έμεινα στους Αμπελόκηπους, με ποιους άλλους Αγρινιώτες μοιραζόμουνα την ίδια στέγη, αν έβλεπα τους συγγενείς μας και τόσα άλλα καθώς με το κοφτερό του βλέμμα με περιεργαζόντανε. 
-Πάχυνες λιγάκι… 
-Το κλίμα της Αθήνας, είπα γελώντας. 
-Δεν πειράζει είσαι ψηλός, δεν είναι ωραίο να είσαι στέκα. Να σε βλέπουν οι κοπέλες και να σε ονειρεύονται στον ύπνο τους. 
Σε κάποια παύση, καθώς σίμπαγε με τη μασιά τα αναμμένα ξύλα, μου είπε χαμηλόφωνα και σε ύφος ελαφρά συνωμοτικό. 
-Σούλα μου, θέλω να μου κάνεις μία χάρη. 
Έσκυψα συγκατανεύοντας και περίμενα ν’ ακούσω. 
-Θα πας αύριο στο φίλο μου τον Άγγελο, ξέρεις, που έχει το μαγαζάκι του απέναντι από την Παναγία. Εκεί που μου παίρνεις τα τσιγαρόχαρτα για τα στριφτά τσιγάρα. Ο Άγγελος πουλάει και κυνηγετικά πράγματα. Να του πεις πως ο παππούς μου ο μπαρμπα –Ζάχος σε παρακαλεί να του ετοιμάσεις δύο φσέκια με σκάγια. Τα σκάγια να μην είναι ούτε πολύ ψιλά ούτε πολύ χοντρά, μεσαία, κατάλαβες; 
Ρώτησα απορημένος  αν με τη λέξη "φσέκια" εννοεί τα φυσίγγια και όταν πήρα καταφατική απάντηση με κούνημα της κεφαλής του ξαναρώτησα έκπληκτος πλέον τί τα ήθελε 
-Θα σου πω όταν μου τα φέρεις, αύριο. 
  Την άλλη μέρα η παραγγελία εκτελέστηκε αν και στο γέρο Άγγελο, τον μαγαζάτορα και αρχαίο φίλο του παππού μου, δεν ήταν δυνατό να του εξηγήσω τι τα ήθελε τα "φσέκια" ο μπάρμπα –Ζάχος και ήταν ακόμα πιο δύσκολο να σκεφτώ κάτι γύρω από το σκοπό της αγοράς καθώς επίμονα με ρωτούσε και μη παίρνοντας ικανοποιητική απάντηση έμεινα με την εντύπωση ότι υποπτευόταν πως κάτι σκάρωνα και δεν ήθελα να το αποκαλύψω. 
-Τέλος πάντων, χαιρέτησέ μου  τον μπάρμπα – Ζάχο, είπε. Ήταν ο καλύτερος του χωριού όταν ήταν νεότερος, ποιος δεν τον θυμάται. Έφτασε τα εκατό;  
Τον διαβεβαίωσα φεύγοντας πως κόντευε τα εκατό και πως είναι πολύ καλά και πως τα έχει τετρακόσια. 
  Ο παππούς με περίμενε κάτω στο πηγάδι. Είχε ακουμπήσει στο πεζούλι της αποθήκης και λιάζονταν. Άνοιξα τη χάρτινη σακούλα και του έδειξα τα δύο φυσίγγια. Ευχαριστημένος σηκώθηκε και ακούμπησε το δεξί του χέρι στον ώμο μου. 
-Άκουσε, μου είπε. Θα μπεις στο κατώι και θα ξεκρεμάσεις  το δίκανο που είναι στον τοίχο. Βάλε την ξύλινη σκάλα για να το φτάσεις, και φέρτο εδώ. 
Από μικρά παιδιά όλοι είχαμε προσέξει πως στο μεγάλο πετρόχτιστο σπίτι του παππού, ψηλά, πολύ ψηλά να μη το φτάνει κανένας ήταν κρεμασμένο, χρόνια τώρα, το δίκανο που κυνηγούσε όταν ήταν νέος. Όλοι το ξέραμε και όλοι το βλέπαμε ιδιαίτερα τα καλοκαίρια όταν αρμαθιάζαμε τον καπνό που κουβαλούσαν όλη τη νύχτα οι θειάδες μου, η Κασσάντρα και η Βενετσιάνα με όλα τα παιδιά και το υπόλοιπο προσωπικό και γέμιζαν στίβες ως εκεί επάνω το μεγάλο κατώι. Ρίχναμε συχνά ματιές ως τον τοίχο ψηλά και βλέπαμε το δίκαννο. Καμιά φορά κάναμε και τις πλάκες μας με τ’ άλλα ξαδέλφια. Παίρναμε την ξύλινη σκάλα και την ακουμπούσαμε στον τοίχο για να ανέβουμε δήθεν και να κατεβάσουμε το δίκαννο. Ξέραμε από πριν τις αντιδράσεις των μεγάλων και το διασκεδάζαμε. Οι κινήσεις της μιας θειάς ή της άλλης ήταν αστραπιαίες. 
-Για σταθείτε παλιόπαιδα, σηκώνονταν και ρίχνονταν προς εμάς, έτοιμες να μας κατεβάσουν καμιά καρπαζιά αν μας έφταναν ή να μας πετάξουν καμιά παντόφλα, έτσι για εκφοβισμό.
Εμείς γινόμασταν καπνός. Ξυπόλυτοι όπως ήμασταν τρέχαμε από την πόρτα προς το δρόμο ή πηδούσαμε από το ανοιχτό παράθυρο προς την αυλή. Το δίκαννο έμεινε πάντα εκεί, απαρασάλευτο ενθύμιο των αλλοτινών καιρών, ιερό φυλαχτό και κόνισμα μαζί, αντιπροσωπευτικό απομεινάρι και κειμήλιο που σε παρέπεμπε καθημερινά στο ίδιο σεβάσμιο πρόσωπο, του παππού. 
-Παππού, αντέδρασα μα το δίκαννο τόσα χρόνια εκεί πάνω θα είναι σκουριασμένο, άχρηστο πλέον. 
-Σε παρακαλώ, Σούλα μου, βάλε τη σκάλα, ξεκρέμασέ το εσύ, κατέβασέ το και πάρε τίποτα κουρέλια να το καθαρίσεις από τις πολλές σκόνες και τη βρωμιά. 
Ήταν αφοπλιστικός, δεν σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Υπάκουσα όπως υπακούει ένας υποτακτικός στο γέροντά του, αδιαμαρτύρητα. Κατέβασα το όπλο και με κουρέλια που εφοδιάστηκα και σαπούνι το έπλυνα, το καθάρισα, το σκούπισα με μια αίσθηση ιεροτελεστίας και με το δέος του νεοσύλλεκτου που πιάνει πρώτη φορά όπλο στα χέρια του. Ο παππούς μου με κατηύθυνε. Πήρα ένα χοντρό σπάγγο, έδεσα στην άκρη καθαρό πανί και το πέρασα μέσα από τις δύο κάνες πολλές φορές, μέχρι να γυαλίσουν. 
Ύστερα από τη διαδικασία της καθαριότητας και της "αναστήλωσης" του κυνηγετικού όπλου, μια διαδικασία που άγγιζε τα όρια θρησκευτικού μυστηρίου, έδειξα το δίκαννο που έλαμπε στον παππού. Αυτός έλαμπε περισσότερο από τον παλιό του σύντροφο. Σκέφτηκα πόση παρέα θα έκαναν χρόνια πολλά, δεκαετίες ολόκληρες, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ξενύχτια στα βουνά της Ευρυτανίας, πρωινά γύρω από τη λίμνη πότε τη Λυσιμαχεία και πότε την Τριχωνίδα, βράδυα στις όχθες του μεγάλου ποταμού Αχελώου, όπου τα περάσματα των πουλιών, χειμώνες στους γύρω λόφους της πόλης μας για ορτύκια. Και κάποια ξεχωριστά νυχτερινά καλοκαίρια οι στημένες ενέδρες για λαγούς. Πέρασαν αστραπή από το μυαλό μου όλες οι σκηνές και μελαγχόλησα. Αγαπούσα τόσο τα πουλιά που μου ήταν αδιανόητο να τα αντικρύσω σκοτωμένα. Μου άρεσε πάντα το καλοκαίρι να αφήνω όλη τη νύχτα το παράθυρο του δωματίου μου ανοιχτό επειδή νωρίς το πρωί με ξυπνούσαν τα κελαηδίσματα των πουλιών πάνω στα δέντρα, πάνω από το σπίτι μας. Τι ευφροσύνη και ψυχική αγαλλίαση ήταν εκείνη όταν κάποια πρωινά απολάμβανα τη μαγεία της μουσικής των αηδονιών. Μόλις πρόσφατα με είχε αιχμαλωτίσει ένας στίχος του Γιώργου Σεφέρη καθώς ζούσαμε τα ίδια αισθήματα αυτός στην Κύπρο κι εγώ στο Αγρίνιο:  
"Τ’ αηδόνια  δεν μ’ αφήνουνε να κοιμηθώ στις Πλάτρες" 
Είχα κιόλας σχεδιάσει με πρώτη ευκαιρία να επισκεφτώ για πρώτη φορά το νησί της Αφροδίτης και η πρώτη μου εξόρμηση θα ήταν να ανεβώ σ’ αυτό το καταπράσινο και βαθύσκιωτο χωριό τις Πλάτρες και να περάσω όλη τη νύχτα ακούγοντας τ’ αηδόνια. Μάλιστα τόλμησα και χάραξα στο χαρτί μια δική μου παραλλαγή πάνω στο ίδιο θέμα, που την διάβαζα πολύ αργότερα και χαμογελούσα για τους εφηβικούς μου ενθουσιασμούς:  
"Παίξε με την κιθάρα της ψυχής σου των αηδονιών τη μουσική" 
-Πάμε απέναντι, είπε ο παππούς. 
Απέναντι ήταν το πατρικό μου σπίτι. Πήγαμε πίσω στον κήπο με τις ελιές. Με παρακάλεσε να κατεβώ στο κατώι και να βρώ ένα καπάκι από ντενεκέ, από αυτούς που βάζαμε μέσα τις ελιές, ένα άχρηστο καπάκι που θα είχε όμως και πιαστηράκι. Βρήκα πράγματι ένα παλιό καπάκι και όταν τόδειξα στον παππού μου έδωσε εντολή να το κρεμάσω με ένα συρματάκι στο κλωνάρι της κοντινής ελιάς.Παραμέρισα και παρακολουθούσα άφωνος τη σκηνή. 
Ο Παππούς πήρε το δίκαννο και με δυο κινήσεις παλαιού έμπειρου χειριστή έβαλε μέσα και τα δύο φυσίγγια. Ύστερα αργά αλλά σταθερά πλησίασε την ελιά από την οποία κρέμονταν το καπάκι. Στάθηκε σε μια απόσταση δέκα μέχρι δεκαπέντε μέτρων. Σήκωσε το δίκαννο και το ακούμπησε στον ώμο.  Το κρατούσε ίσο ολόισο σημαδεύοντας το στόχο. Μου φάνηκε προς στιγμήν πελώριος, γίγαντας έτσι όπως τέντωσε το σώμα του, άνοιξε τα πόδια του και στηλώθηκε γερά στη γη, καθώς έγινε ένα με το όπλο του. Πρόσεξα πως έτρεμαν ελαφρά τα γόνατά του στην υπερένταση που υπέβαλλε τον εαυτό του. Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα λες και είχε σταματήσει ο χρόνος. 
Κι ύστερα, ξαφνικά, ταράχτηκε όλη η γειτονιά. Μπαμ, μπαμ… Μες στον καπνό ο παππούς κατέβασε το όπλο και με διέταξε. 
-Πήγαινε να ιδείς. 
Έτρεξα προς το στόχο. Το καπάκι ήταν χιλιοτρυπημένο. 
Γύρισα προς το μέρος του και φώναξα γεμάτος έκπληξη και χαρά στον άνθρωπο των εκατό σχεδόν χρόνων που ήταν μπροστά μου και μου φαινόταν μικρός θεός, ήρωας του ’21, μυθικό πρόσωπο. 
-Παππού πέτυχες ακριβώς το στόχο. Τον έκανες κόσκινο. 
Στήθηκε ευχαριστημένος μπροστά μου. Τα μάτια του γυάλιζαν από χαρά. Είδα στο πρόσωπό του το φως του θριάμβου. Και τότε διαπίστωσα το μεγαλείο του ανθρώπου. Είπε με τη σιγουριά του ανθρώπου που μόλις δοκίμασε τις αντοχές του: 
-Και βλέπω και με κρατάνε τα πόδια μου.


Το πορτραίτο του καθηγητή Αθ. Παλιούρα φιλοτέχνησε ο Αγρινιώτης ζωγράφος Αντώνης Ναστούλης.


Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

"Τα παιδιά"


...του Κώστα Χατζόπουλου

Τα Παιδιά



Και λέει πως είχαν έβγει τα παιδιά
και στάθηκαν στο γύρισμα του δρόμου.
Είχαν άνθη τριγύρω τα κλαδιά
και μαδούσαν στο γύρισμα του δρόμου,
και πουλιά κελαδούσαν στα κλαδιά
και χαρά ήταν το γύρισμα του δρόμου.
Και στο ρείθρο κυλούσε το νερό
και κυλούσε το ρείθρο τον αφρό
σα να τίναζαν κλώνοι τον ανθό,
και ήταν το φως, που χύνονταν,
ξανθό και κρεμούσε στο γύρισμα του δρόμου.
Και ξανθά ήταν αγόρια τα παιδιά
κι ήταν σαν άνθη ορθά στην αμμουδιά,
και κοιτάζαν στο γύρισμα του δρόμου,
κοιτάζαν πως γύρω στο νερό κορασιές
είχαν στήσει το χορό και τα ρόδα
στο γύρισμα του δρόμου
Και ξανθά είχαν μαλλιά κι οι κορασιές,
σαν αέρινες είχαν φορεσιές,
και τα χέρια τους ένευαν λευκά
και τα μάτια τους έλαμπαν γλαυκά.
Και οι κόρες κοιτούσαν τα παιδιά και γελούσαν,
και είχαν ρόδα και κρίνα στην ποδιά,
και γελούσαν οι κόρες στο παιδιά και τραγουδούσαν.
Και τα παιδιά ξεχάσανε τους τρεις,
που στο δρόμο περάσανε νωρίς,
και ξεχάσαν πως έφτανε η βραδιά,
και στεκόνταν στο γύρισμα του δρόμου
και κοιτάζαν τις κόρες στο νερό
πώς τινάζαν τα κρίνα στον αφρό,
πώς μαδούσαν το ρόδα στο νερό,
και κοιτάζαν στο θάμπωμα το ωχρό
πώς σκορπούσαν οι κόρες στον αφρό
και τα ρόδα στο γύρισμα του δρόμου
Και στεκόντανε τώρα τα παιδιά
και κοιτάζαν στο γύρισμα του δρόμου,
σα ν' ακούανε μόνο το νερό,
σα να βλέπανε μόνο τον αφρό
και το βράδυ στο γύρισμα του δρόμου.


Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Σιγαρόχαρτα καπνοπαραγωγών και Χαβάνι






Αυτά τα ροζ σιγαρόχαρτα παραχωρήθηκαν στις 1 Ιουνίου 1927, σε ορισμένη ποσότητα και για προσωπική τους χρήση, στους καπνοπαραγωγούς που καλλιεργούσαν πάνω από δύο στρέμματα.






 "ΧΑΒΑΝΙ"  το χρησιμοποιούσαν για να κόβουν καπνό.



Έτσι ταξίδευε ο καπνός....


....του Αγρινίου σ΄ όλον τον κόσμο.











Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Χριστούγεννα του χωριού




του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου



Μὲς τὴν ἀχνόφεγγη βραδιὰ
πέφτει ψιλὸ-ψιλὸ τὸ χιόνι,
γύρω στὴν ἔρμη λαγκαδιὰ
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.

Οὔτε πουλιοῦ γροικᾶς λαλιά,
οὔτ᾿ ἕνα βέλασμα προβάτου,
λὲς κι ἁπλωμένη σιγαλιὰ
εἶναι κεῖ ὁλόγυρα θανάτου.

 Μὰ ξάφνου πέρα ἀπ᾿ τὸ βουνὸ
γλυκὸς σημάντρου ἦχος γροικιέται,
ὡσὰν βαθιὰ ἀπ᾿ τὸν οὐρανὸ
μέσα στὴ νύχτα νὰ σκορπιέται.

 Κι ἀντιλαλεῖ  τερπνὰ-τερπνὰ
γύρω στὴν ἄφωνη τὴν πλάση,
καὶ τὸ χωριὸ γλυκοξυπνᾶ
τὴν ἅγια μέρα νὰ γιορτάσει.




Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Νικόλαος Παναγιώτου ή Κουμπούρας



Στην συμβολή των οδών Δαγκλή, Δεληγιώργη και Μακρή, υπάρχει  μια τριγωνική μικρή πλατεία.
Εκεί βρίσκεται μια προτομή ενός Αγρινιώτη Μακεδονομάχου, του  Νικολάου Παναγιώτου ή  Κουμπούρα. 


Πλατεία Κουμπούρα στο Αγρίνιο




Είναι αλήθεια οτι λίγοι Αγρινιώτες γνωρίζουν ποιός είναι ο Παναγιώτου Νικόλαος ή Κουμπούρας.
Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1880. Οι γονείς του ήταν καπνεργάτες. Από μικρό παιδί δούλευε κι αυτός στα χωράφια.
Το 1907, όταν ο Μακεδονικός Αγώνας είχε ανάψει για τα καλά, παίρνει την απόφαση και φεύγει για την Μακεδονία.
Μπαίνει στην ομάδα του καπετάν Μητρούση.
 Ο Μητρούσης Γκογκολάκης καταγόταν από το χωριό Χομόνδος Σερρών.  Ξεκίνησε από φιλήσυχος γεωργός και παλαιστής των πανηγυριών, για να γίνει ήρωας του Μακεδονικού αγώνα.
Μια μέρα το 1907, βουλγαρική συμμορία υπό τον αρχικομιτατζή Αραμπατζή, εκμεταλλευόμενη την απουσία του Γκογκολάκη, έβαλε φωτιά στο σπίτι του και κατέσφαξε ολόκληρη την οικογένεια του. Ο Μητρούσης όταν επέστρεψε κι αντίκρισε το θλιβερό θέαμα των πτωμάτων των αγαπημένων του, ορκίσθηκε εκδίκηση.
Συγκρότησε σύντομα δικό του ανταρτικό σώμα και άρχισε τη δίωξη των κομιτατζήδων.
Με την εθνική του δράση έγινε ο φόβος των Βουλγάρων Κομιτατζήδων.
Στο πλευρό του πολεμούσαν ο παιδικός του φίλος Αθανάσιος Γιοβάνης, ο συμπατριώτης του Μιχάλης Ουζούνης, ο  Γιάννης Ούρδας και ο Θεόδωρος Τουρλεντές από το Λεοντάριο. Στην ομάδα του μπαίνει και ο Νικόλαος Παναγιώτου από το Αγρίνιο.
Στις 13 Ιουλίου 1907, ημέρα Παρασκευή, ο Καπετάν Μητρούσης κυνηγώντας με τα παλικάρια του τους Βουλγάρους μπήκε στις Σέρρες και κρύφτηκε στο σπίτι του Παπαθανάση, ιερέα του ναού της Αγίας Ευαγγελίστριας στα Κάτω Καμενίκια.
Η παραμονή του όμως στην πόλη προδόθηκε στους Τούρκους και αμέσως 12.000 τούρκοι στρατιώτες κύκλωσαν τη συνοικία.
Ο Καπετάν Μητρούσης τότε εγκατέλειψε το σπίτι του ιερέα και κατέφυγε με τους 5 άνδρες του στο καμπαναριό της εκκλησίας.
 Στη μάχη που ακολούθησε πήρε μέρος ολόκληρη η τουρκική φρουρά Σερρών και 500 άτακτοι. Σκοτώθηκαν 35 Τούρκοι στρατιώτες, ένας αστυνομικός και ο διοικητής της αστυνομίας. 
Από τους πέντε Έλληνες, ο Τουρλεντές που ήταν φοιτητής της νομικής, σκοτώθηκε στο καμπαναριό της εκκλησίας, ο Μητρούσης και ο Μιχάλης Ουζούνης αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν ζωντανοί στα χέρια των τούρκων και οι Ούρδας και Παναγιώτου πιάστηκαν, αφού πρώτα προσπάθησαν κι αυτοί να αυτοκτονήσουν.
Η ηρωική αυτή μάχη  έχει μείνει γνωστή ως  «μάχη της Ευαγγελίστριας».
Το πρωινό της 3ης Δεκεμβρίου του 1907 οι Γιοβάνης Ούρδας και Νίκος Παναγιώτου οδηγήθηκαν στην πλατεία Ατ Παζάρ που βρισκόταν πίσω από το Διοικητήριο της πόλης των Σερρών για να εκτελεστούν με απαγχονισμό.  
 Αναδείχτηκαν αντάξιοι του αρχηγού τους. Μπροστά από τις δυό κρεμάλες ζητωκραύγαζαν για την Ελλάδα και έβριζαν τους Τούρκους.
 Ο Νίκος Παναγιώτου λίγο πριν τον θάνατό του απευθύνθηκε στους Έλληνες ομογενείς που έσπευσαν να τους συμπαρασταθούν λέγοντας: 
"Έλληνες, οι προαιώνιοι εχθροί της πίστεως και της πατρίδος, μας κρεμώσι σήμερον ως μάρτυρας. Ούτε κλέπτας ούτε ατίμους. Να μας εκδικηθήτε και να κρεμάστε στην θέσι μας διακόσιους πασάδες και τριακόσιους μπέηδες. Ζήτω το Έθνος. Ζήτω η μεγάλη Ελλάς. Ζήτω η Μακεδονία".

Όλος ο ελληνικός πληθυσμός των Σερρών ήταν στο πόδι. Οι Σερραίοι μάλιστα εκείνη τη μέρα σε ένδειξη διαμαρτυρίας έκλεισαν όλα τα καταστήματα. Ερημώθηκε ή αγορά και όλη ή πόλη. Οι Τούρκοι δεν άφησαν επίσης να παρακολουθήσει  κανένας την κηδεία του Μητρούση και των δυό συντρόφων του.




Πηγές : Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών
            epoxi.gr


Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Νικόλαος Παναγιώτου ή Κουμπούρας


Ο Αγρινιώτης Μακεδονομάχος

Η Πλατεία Κουμπούρα (Δεκαετία '40)



Να πως ιστορεί τον ήρωα, ο Κώστας Τριανταφυλλίδης (Ρίζα Αγρινιωτών)
 


«Ο Νικόλαος Παναγιώτου γεννήθηκε στο Αγρίνιο στα 1880. Ο πατέρας του ήταν καπνεργάτης. 
Κοντά στους γονείς του πέρασε τα τρυφερά παιδικά του χρόνια και μαζί τους έζησε την πικρή ζωή της εργατιάς.
Στα 1897, αν και έφηβος ακόμα, έζησε σπαραχτικά την εθνική ταπείνωση. Τότε ήταν που άναψε μέσα του ο καημός της ελευθερίας. 
Γι' αυτό κι όταν, στην ανατολή του αιώνα μας, ακούστηκε το μήνυμα του Μακεδονικού Αγώνα, ο νεαρός Νικόλαος Παναγιώτου έγινε ένας από τους ευπαθέστερους και ενθουσιωδέστερους δέκτες του. 
Μέσα του οι μορφές του Μίκη Ζέζα (Παύλου Μελά) και του Ίδα (Ίωνα Δραγούμη) έγιναν ιερά εικονίσματα.
Άνοιξη του 1907 πρέπει να ήταν, όταν πήρε τη μεγάλη απόφαση.
"Πατέρα, είπε, θα φύγω".
Εκείνος είπε "Ναι".
Πήρε λοιπόν την ευχή του πατέρα και της μάνας του και τράβηξε για τα Μακεδονίτικα βουνά. Εκεί έδινε τη μάχη το Μακεδονικό Κομιτάτο.
"Άγνωστος και άσημος, πλην όμως τίμιος δουλευτής, γεμάτος όνειρα και ιδανικά, παράτησε τη γενέτειρά του... δρασκέλισε, πετώντας σαν σταυραετός τα σύνορα κι ήλθε σ' εμάς σαν άγγελος εμψυχωτής"                              

Στο νομό Σερρών τότε είχε σηκώσει μπαϊράκι ο Καπετάν Μητρούσης (Γκογκολάκης).
Ο καπετάν Μητρούσης καταγόταν από το χωριό Χομόνδο. Μετά τη σύμπηξη της ομάδας του, περιέτρεχε ασυγκράτητος τα χωριά του κάμπου των Σερρών για να τ' απαλλάξει από την Τρομοκρατία του αρχικομιτατζή Τάσκα.
Ο ίδιος ο αρχικομιτατζής θαύμαζε την ηράκλεια δύναμη και την αντρειοσύνη του και τον κάλεσε να τον κάνει πρωτοπαλλήκαρό του. 
Η απάντηση ήταν κοφτή κι έγινε από τότε παροιμιώδης:
«Εγώ Έλληνας γεννήθηκα κι Έλληνας θ' αποθάνω!»
Κι εκείνος, για να τον εκδικηθεί, μπαίνει μια νύχτα στο σπίτι του, όταν ετούτος έλειπε, και του 'σφαξε γυναίκα και παιδί της κούνιας. 
Από τότε τίποτε πια δεν μπορούσε να παρηγορήσει τον Καπετάνιο.

Στις 13 Ιουλίου 1907 το σούρουπο μπαίνει στην τουρκοκρατούμενη πόλη των Σερρών. 

Μαζί του είναι ο Νίκος Παναγιώτου ή Κουμπούρας από το Αγρίνιο, ο Θεόδωρος Τουρλεντές από τη Μεγαλόπολη, ο Γιάννης Αθανασίου Ούρδας κι ο Μιχάλης Ουζούνης, Μακεδόνες αυτοί. 
Η ομάδα τρύπωσε στο σπίτι του Παπα-Θανάση, εφημέριου της Ευαγγελίστριας στην Καμενίκια, ακραία δυτική συνοικία της πόλης. Είχε σκοπό να δράσει την επομένη κι έτσι ν' αποδιοργανώσει τα τελευταία σχέδια των Βουλγάρων.

 Κουμπούρας

Ξημέρωσε η 14η Ιουλίου. 

Τότε όμως διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση είχε προδοθεί. Σε λίγο όλη η τουρκική φρουρά των γειτονικών στρατώνων, κάπου 3 χιλ. άντρες, περικύκλωσε την Ευαγγελίστρια.
Ο Μητρούσης και τα παλληκάρια του γλίστρησαν στην εκκλησία, ενώ το σπίτι του παπά παραδινόταν στις φλόγες. Ταυτόχρονα ο τουρκικός όχλος έσπευδε στον τόπο της θυσίας για ν' απολαύσει το θέαμα.
"Παραδοθείτε, γκιαούρηδες!"


Ο Μητρούσης και οι σύντροφοί του απάντησαν με ομοβροντία. Είχαν πάρει απόφαση να πουλήσουν όσο πιο ακριβά μπορούσαν τη ζωή τους.
Την ίδια στιγμή αφήνουν την πόρτα του προαυλίου ανοιχτή. Κανείς όμως δεν τολμά να πλησιάσει: κατάλαβαν την παγίδα.
Το τι επακολούθησε είναι πια αληθινή εποποιία.
Πέντε ημίθεοι αντιπαλεύουν με μυριάδες τουρκικό στρατό επτά ολόκληρες ώρες. 
Πρώτος πέφτει ο Τουρλεντές, τρυπημένος από σφαίρες. Οι σύντροφοί του κατασπάζονται τα ψυχρά του χείλη και ρίχνουν το σώμα του στις φλόγες, που άρχισαν ήδη να τους περιζώνουν.
Σε λίγο πέφτει νεκρός κι ο Μιχάλης Ουζούνης. Ο Κουμπούρας κι ο Γιάννης Ούρδας τραυματίζονται βαριά και πέφτουν, ανίκανοι πια να αμυνθούν. 
Τότε οι Τούρκοι εισορμούν στο προαύλιο και τους πιάνουν ζωντανούς. Ο καπετάν Μητρούσης συνεχίζει τη μάχη απ' το καμπαναριό.
"Παραδώσου, καπετάνιε", του φωνάζει ο Τούρκος αξιωματικός, κι ο καπετάνιος αποκρίνεται με βόλι.
Τέλος, αφού ξόδεψε και την τελευταία σφαίρα, τραβάει το μαχαίρι. Και μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των διωκτών του «έκαμε χαρακίρι πάνω από τη μάλλινη χακί στολή του, από το χοντρό πλατύ ζωνάρι...».

Ο Νίκος Παναγιώτου κι ο Γιάννης Ούρδας, βαριά τραυματισμένοι, πάλεψαν μήνες με το θάνατο. Τους κράτησαν στη ζωή για να τηρήσουν έπειτα όλους τους τύπους.
Όταν έγιαναν, άρχισαν τις εξαντλητικές ανακρίσεις. 
Εκεί έλαμψε, για άλλη μια φορά, το υψηλό φρόνημα και η ηθική τους παλληκαριά. Πήραν απάνω τους όλες τις ευθύνες, κανέναν δεν πρόδωσαν, κανένα παράπονο δεν ξέφυγε από τα χείλη τους.
Τις ανακρίσεις παρακολούθησε και ξένος διπλωμάτης κι ο μισέλληνας πήρε τον λόγo και ρώτησε:
- Τι ζητούσες στη Μακεδονία, την ξένη χώρα;
Η απόκριση του Κουμπούρα ήρθε κοφτή και υπερήφανη:
-«Εμείς οι Έλληνες», είπε ο Νίκος, «έχουμε δύο πατρίδες, την ελεύθερη και τη σκλαβωμένη. Και οι ελεύθεροι πρέπει να αγωνιζόμαστε για ν' αποκτήσει και η σκλαβωμένη πατρίδα τη λευτεριά της. Η Μακεδονία δεν είναι ξένη γη».
Μεγάλη υποθήκη!
Όταν έγινε η τελική κρίση, η απόφαση του δικαστηρίου ήταν η αναμενόμενη:
-Κρεμάλα!

Την αυγή της 3 Δεκεμβρίου 1907 οι δύο μελλοθάνατοι, ο Νίκος Παναγιώτου από το Αγρίνιο κι ο Γιάννης Ούρδας από τις Σέρρες, οδηγήθηκαν στην αγχόνη.
Τα δύο ικριώματα είχαν στηθεί στην πλατεία του Ατ-Παζάρ, πίσω από το Διοικητήριο. 

Το αγριοβόρι κατέβαινε από τα χιονισμένα βουνά και ίσια πήγαινε και πάγωνε τα σώματα και τις ψυχές.
Ο Νίκος ανέβηκε θαρρετά στο υπόβαθρο. Ήταν όμορφο παλικάρι μόλις 27 χρονών, στην ανθηρή ώρα της Νεότητας!
Κι ενώ ο βρόγχος ήταν γύρω από το λαιμό του, στράφηκε στο πλήθος και είπε:
«Έλληνες, οι εχθροί της Πίστεως και της Πατρίδος μας κρεμούν σήμερα τους μάρτυρες, ούτε κλέφτες ούτε άτιμους» 

Κι αφού εζητωκραύγασε για το Έθνος, τη Μακεδονία, τους Άρχοντες, είπε τις τελευταίες λέξεις:
-«Κρεμάστε με γρήγορα να ησυχάσω»!
Ένα άτι και ο άγγελος Κυρίου παρέλαβε την ψυχή τους και την εναπέθεσε εν χώρα ζώντων! ...»


Από την "Ρίζα Αγρινιωτών" 
Τεύχος Σεπτεμβρίου 1990 

 

Διαφημίσεις



 ........έτσι όπως τις δημοσίευαν παλιές εφημερίδες

 




 





Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Παπαποστόλης Φαφούτης 1871-1960


Ο Παπαποστόλης γεννήθηκε στο Αγρίνιο τον Ιανουάριο του 1871.
Οι γονείς  του ονομάζονταν Θεόδωρος και Ευαγγελία.
Αφού τελείωσε τη στοιχειώδη εκπαίδευση στο Αγρίνιο, διορίστηκε Γραμματοδιδάσκαλος και επί περίπου δύο χρόνια παρέμεινε στο Βλοχό. 
Στη συνέχεια διορίστηκε υπογραμματέας του Ειρηνοδικείου Αγρινίου και κατόπιν παντρεύτηκε την Μαριγώ Μαρκοπούλου, η οποία πέθανε πρόωρα.

Το ιερατικό σχήμα το έλαβε τον Σεπτέμβριο του 1901 στο Θέρμο από τον τότε Μητροπολίτη Παρθένιο.
Τον Ιούνιο του 1903 χειροτονήθηκε στην Αθήνα ιερέας και τοποθετήθηκε αμέσως σαν εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Χριστοφόρου Αγρινίου. 
Το 1924  ο τότε Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον ανεκήρυξε Αρχιερατικό Επίτροπο. Στην συνέχεια  ο Παπαποστόλης έγινε Αρχιμανδρίτης.

Η δράση του Παπαποστόλη επεκτάθηκε σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής. 
Τρέχει παντού για να ανακουφίσει και να ενθαρρύνει.
Με την καλοσύνη του  γλυκαίνει τον πόνο των συνανθρώπων του.
Κατά τα χρόνια της κατοχής επισκέπτεται φυλακισμένους, παρηγορεί και νοσηλεύει τους ασθενείς.

Αποκλειστικά  δικό του έργο  είναι η δεντροφύτευση στο γυμνό βουνό που βρισκόταν στις παρυφές του Αγρινίου, που έγινε αργότερα δάσος και  πηγή οξυγόνου για όλο το Αγρίνιο.Το σημερινό δασύλλιο του Παλαιού Αγίου Χριστοφόρου.
Παράλληλα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δικό του έργο είναι και ο Νέος Ιερός Ναός του Αγίου Χριστοφόρου. Ένας ναός σύγχρονος και ευρύχωρος και, το πιο σημαντικό, μέσα στην πόλη.
Οι εργασίες άρχισαν το 1920 και τελείωσαν το 1937.

 Ήταν 13 Αυγούστου του 1960 και ώρα 6 μ.μ., όταν παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, αφήνοντας την περιουσία του στους φτωχούς.Όλη του η περιουσία ήταν ο σταυρός του και τα παπούτσια του.
Όλος ο λαός του Αγρινίου και όλης της Αιτωλοακαρνανίας θρηνούσε την απώλεια ενός πραγματικού Αγίου που τους είχε συμπαρασταθεί και είχε βοηθήσει στις δύσκολες ώρες τους.


Από την κηδεία του Παπαποστόλη


Γράφει ο Γιάννης Βλασόπουλος στην εφημερίδα "Νέα Εποχή" για την κηδεία του:

"Άν κανείς δεν γνώριζε τον Παπαποστόλη θα απορούσε για την κοσμοσυρροή στην κηδεία ενός ιερέα. 
Όποιος τον γνώριζε θα αψηφούσε τον καλοκαιριάτικο καύσωνα και θα στοιβάζονταν στην εκκλησία ιδροκοπώντας όπως χιλιάδες συμπολίτες στην κηδεία του. 
Σπάνια είναι η ακτινοβολία προσώπου όπως αυτή του Παπαποστόλη. 
Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία: οι σχέσεις του Παπαποστόλη μ όλους μας ήταν σχέσεις πατέρα προς παιδιά, σχέσεις μεγάλου και σεβαστού φίλου.


Βραχωρίτικο



του Πάνου Χατζόπουλου

Μάνα μου, βραχωρίτισσα, με το λερό φουστάνι
το κόκκινο, που τόκανε σταχτύ σαν καταχνιά
η μαύρη κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες, μεδούλι και καρδιά...

Μάνα μου, καπνοφύτισσα, του Ζαπαντιού δουλεύτρα,
στο φύτεμα, στο σκάλισμα πρώτη στην αργατιά,
σ' άρπαξεν ο πατέρας μου παιδούλα καρδιοκλέφτρα
και σε κλειδωμαντάλωσε στην πιο βαρειά σκλαβιά.

Μέσα στην καπνοθάλασσα πνίγηκε ο έρωτάς σας
κι ο γάμος σας δεν σούδωσε καμιά ξαποστασιά.
Γεύτηκες πίκρες και καΰμούς κι απ' τη σκληρή δουλειά σας
πλούτισαν έμποροι τρανοί γεμάτοι αναλγησιά.

Τη ζήση σου όλη πέρασες μέσα στα καπνοτόπια,
αγέλαστη κι ακούραστη, χωρίς καμιά χαρά.
τ' άγια σου χέρια τ' άπλωνες, γύρα σ' όλα τα τόπια,
φρουρός, προστάτης της σοδειάς. Μάνα σ' όλα μπροστά,

στο μάζεμα, στ' αρμάθιασμα, στο γύρισμα στη λιάστρα
και για βαντάκιασμα θαμπά σαν έπεφτε δροσιά.
Στο πάστρεμα, στο ζύμωμα, στο φούρνο και στη γάστρα
χρόνια και χρόνια δούλεψη χωρίς ανάσα μια.

Και τα παιδιά, που ερχόντανε τόνα κοντά από τάλλο
- κι όλο κορίτσια, ανάθεμα, που θέλανε προικιά -
κι οι θέρμες κι οι αναβροχές κι άλλο κακό μεγάλο
κι απ' το χαλάζι πιο τρανό, η μαύρη απουλησιά.

"Μάνα μου καπνοφύτισσα"    
Έργο Αγρινιώτη ζωγράφου Αντώνη Ναστούλη


Και του πατέρα η αναμελιά και των παιδιών τα βίτσια,
οι πόλεμοι κι ο θάνατος κι η μαύρη κατοχή,
οι φυλακές, οι τράπεζες, οι φόροι, τα κορίτσια,
σε σένα πάνου σπάγανε, ατράνταχτη ψυχή...
 

Με το φαρμάκι στην καρδιά και με το βαχ στο στόμα,
τα ολανθισμένα νιάτα σου ρέψανε στη δουλειά.
Μεσ στο χωράφι γέρασες και πολεμάς ακόμα,
ως τη στερνή σου την πνοή, να ζήσει η φαμελιά.
 

Μάνα μου, αρχόντισσα χλωμή του μόχτου και του πόνου,
δαχτυλιδάκια γαλανά κι ονείρατα γλυκά,
τα δάκρυα σου γίνουνται κι ο ιδρώς όλου του χρόνου
δίχως για σένα διάφορο να μένει στα στερνά.
 

Μάνα μου, βραχωρίτισσα, ο μόχτος ο δικός σου
χαρίζει τέτοιαν ευωδιά περίσσεια στο φυτό,
που γίνεται στο κάπνισμα - το δάκρυ το πικρό σου –
παρηγοριά και δύναμη κι ελπίδα στο φτωχό.
 

Μάνα μου, καπνοφύτισσα, το κλαρωτό φουστάνι
κατάμαυρο σου τόβαψε, μουντό σαν καταχνιά,
η πικρή κόλλα του καπνού. Φαρμακερό βοτάνι,
όλα της τα φαρμάκωσες ζήση, ψυχή, καρδιά...



Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Ένα διάλειμμα πριν συνεχίσουν


...κι όπως έγραψε ένας φίλος.....
"μιά φωτογραφία χίλια αισθήματα.."

την φωτογραφία μας την παραχώρησε η Μαρία Τσώλη


Γύρω στα 1947. 

Περιοχή Ντούτσαγα ( οδός Σκόπα).

την φωτογραφία μας την παραχώρησε η Μαρία Μπώκου

Στην φωτογραφία διακρίνονται: 
Ελένη Σερέτη, Χρήστος Σερέτης, Νίκη Σερέτη-Μπώκου, Λαμπρινή Κωστούλα, Βασιλική Αλεξοπούλου, Γιώτα (Γούλα) Κωστοπούλου, Αφροδίτη Αλεξοπούλου.





Για ένα καρβέλι ψωμί


του Αθανάσιου Παλιούρα

Με τον Ζαχαρία και τον Τάκη ήμασταν πρώτα ξαδέρφια. Ζούσαμε μαζί καθώς τα πετρόχτιστα σπίτια και των τριών οικογενειών μας ήταν κοντινά, δίπλα-δίπλα του Ζαχαρία και του Τάκη, στην απέναντι μεριά του δρόμου το δικό μας. Τον Ζαχαρία, που είχε το όνομα του παππού μας, τον φωνάζαμε όλοι Ράκια και ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον Τάκη κι εμένα. Με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς παίζαμε όλοι μαζί, πότε στην αυλή με το πηγάδι, τα κυπαρίσσια και τη μεγάλη σκαμνιά, πότε έξω στο χωματόδρομο. Τα καλοκαίρια όμως τα κοντινά καπνοτόπια τα μετατρέπαμε σε ποδοσφαιρικά γήπεδα όταν τέλειωνετο μάζεμα του καπνού.
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην χώρα μας και στην πόλη μας έφτασαν κι ως την γειτονιά μας. Μια μικρή φάλαγγα με δύο φορτηγά και μία τρίκυκλη μοτοσικλέτα μετέφεραν δέκα πάνοπλους γερμαναράδες. Σταμάτησαν μπροστά στον μαντρότοιχο της αυλής με το πηγάδι, κατέβηκαν και πέρασαν από την μεγάλη ανοιχτή πόρτα που την χρησιμοποιούσε ο παππούς μας, ο μπάρμπα Ζάχος, όταν ήθελε να βάλει μέσα το κάρο για να κουβαλήσει δέματα καπνού ή τις καλάθες με τα κρασοστάφυλα το καλοκαίρι. Στην άκρη, κάθετα προς την αυλή, από την άλλη μεριά των σπιτιών, απλώνονταν χαμηλό στενόμακρο κτίριο, πετρόχτιστο και κεραμοσκέπαστο, που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη για τα καπνά, τα καλαμπόκια και τα στάρια. Στην μια άκρη δυτικά της αποθήκης, ο παππούς μας, είχε ξεχωρίσει ένα μεγάλο δωμάτιο κι εκεί ήταν το πατητήρι. Μια τεράστια καδοπούλα στην μέση κι απάνω το πατητήρι όπου κάθε Σεπτέμβρη με τον τρυγητό κουβαλούσαν όλοι, κι εμείς τα παιδιά, καλάθες και καλαθάκια με τα σταφύλια για να τα πατήσουμε και να βγει ο μούστος. Ο μεγάλος μας καημός ήταν που ο παππούς ο Ζάχος, αυστηρός και επιβλητικός, δεν μας άφηνε να ανεβούμε στο πατητήρι και να πατήσουμε κι εμείς λιγάκι τα σταφύλια. Αυτός έπαιρνε τις προφυλάξεις του, να μην ανεβούμε και πέσουμε από τόσο ψηλά, αλλά εμείς τότε δεν καταλαβαίναμε. Κολλούσαμε σαν τσιμπούρια στις μανάδες μας για να μεσολαβήσουν στον παππού, αλλά αυτές θέλεις από σεβασμό θέλεις από φόβο μας παρέπεμπαν συνέχεια σ' αυτόν. Συνέβη λοιπόν κι' αυτό: Μια χρονιά αφού εξαντλήσαμε όλα μας τα παρακάλια ο παππούς μας έστησε μπροστά του και τους τρεις μας, μας κοίταξε επίμονα στο πρόσωπο και μας έδωσε την χαριστική βολή.
« Δεν μπορείτε να πατήσετε τα σταφύλια, είναι άπλυτα τα πόδια σας...»
Εκείνο λοιπόν το καλοκαίρι του 1942 οι γερμανοί «επίταξαν» την αποθήκη του παππού. Έφεραν κρεβάτια, ξύλινες καρέκλες, ένα γραφείο, ρούχα, τα πράγματα τους κι εγκαταστάθηκαν «σα στο σπίτι τους ». Όλη μέρα κουβέντιαζαν, έπαιζαν με μια μπάλα στην αυλή κάτω από τη σκαμνιά και άκουγαν γερμανικά τραγούδια από ένα γραμμόφωνο που είχαν με πολλές «πλάκες» 78 στροφών. Μόνο το πρωί είχαν απασχόληση. Κάθε μέρα δύο μεγάλα φορτηγά ξεφόρτωναν ψωμιά, πολλά ψωμιά και τα τοποθετούσαν στη μεγάλη αποθήκη μέσα σε κοφίνια. Όταν έφευγαν άδεια τα φορτηγά τότε άρχιζε ένα αδιάκοπο πήγαινε έλα.Τρίκυκλες μοτοσικλέτες, η μια κοντά στην άλλη, έρχονταν, έμπαιναν στη μεγάλη αυλή και οι Γερμανοί, μόνιμοι κάτοικοι της αποθήκης, αφού συμβουλεύονταν χαρτιά με καταστάσεις, νούμερα και ονόματα, μετρούσαν τα καρβέλια και τα τοποθετούσαν σε κάθε μοτοσικλέτα αφού έπαιρναν υπογραφή από τον υπεύθυνο μοτοσικλετιστή. Είκοσι καρβέλια, εικοσιπέντε, τριάντα, γέμιζαν το «κασόνι- σκάφος» της μοτοσικλέτας. Έτσι τροφοδοτούσαν, σε καθημερινή βάση τους στρατιωτικούς τους σταθμούς στην πόλη και στα περίχωρα. Εμείς, βόμπιρες τότε, έξι χρονών ο Ράκιας και πέντε ο Τάκης κι εγώ, συχνά και με άλλα παιδιά καθόμασταν στο πεζούλι και παρακολουθούσαμε την ιεροτελεστία. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Τα ζεστά, αχνιστά καρβέλια φάνταζαν σαν να ήταν ο μεγαλύτερος θησαυρός του κόσμου, τα μάτια μας είχαν γουρλώσει και η άδεια κοιλιά γουργούριζε καθώς οι γερμανοί τα περνούσαν μπροστά μας μεγαλώνοντας την λαχτάρα μας...
Έτσι αποφασίσαμε να δράσουμε. Το βράδυ καταστρώσαμετο σχέδιο και το άλλο πρωί ήμασταν έτοιμοι να το εφαρμόσουμε. Ήρθε το πρώτο φορτηγό και φρέναρε μπροστά στη μεγάλη πόρτα της αυλής. Αμέσως βγήκε από την αποθήκη ο γερμανός στρατιώτης με το όπλο του. Κάθε μέρα στεκόταν στο πίσω μέρος του φορτηγού σκοπός για να μην ανοίξει η όρεξη κανενός πεινασμένου νεοέλληνα και τολμήσει και αρπάξει ένα ή περισσότερα ψωμιά.