Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Άγιος Χριστόφορος

Ο προστάτης της πόλης μας!!!!



του Νίκου Καπώνη


".. Η ίδρυση του παλαιού ναού του Αγίου Χριστόφορου, πιθανότατα του παλαιότερου ναού της πόλης, κτισμένου σε χαμηλό και περίοπτο λοφίσκο στην ανατολική πλευρά της πόλης του Αγρινίου και έξω από τον οικιστικό πυρήνα της ως πρόσφατα, ανάγεται στην εποχή της Τουρκοκρατίας. Η ύπαρξη του ναού και της ομώνυμης συνοικίας μαρτυρείται στο κτηματολόγιο της Ιεράς Μονής Προυσού, η οποία διατηρούσε μετόχι «εις χωράν του Βραχωρίου κατά τον απάνω μαχαλάν του Αγίου Χριστόφορου».

Με βάση αυτά τα δεδομένα, ο ναός του Αγίου Χριστόφορου φαίνεται ότι ιδρύθηκε αρχικά ως μετόχιο της Μονής Προυσού, πιθανότατα σε συνεργασία και με τη συμπαράσταση των χριστιανών κατοίκων του Βραχωρίου, σε μια απόμακρη από τους κατακτητές θέση.

Η ίδρυσή του μπορεί να τοποθετηθεί ίσως στο τέλος του 18ου αιώνα, στην εποχή του Αλή πασά, κατά την οποία παρατηρείται εντονότατη ναοδομική δραστηριότητα λόγω της ανεκτικής θρησκευτικής πολιτικής του τελευταίου.

Η νομική υπόσταση του μετοχίου εξασφάλιζε τόσο την έννομο προστασία όσο και τη φορολογική ασυλία από τις τουρκικές αρχές, όπως γνωρίζουμε ότι συνέβαινε και με το ναό της Αγίας Τριάδας, μετόχιο της Μονής Τατάρνας. Παράλληλα εξυπηρετούσε τόσο τα συμφέροντα της Μονής του Προυσού στο Βραχώρι όσο και τους χριστιανούς κατοίκους του Βραχωρίου.Όσον αφορά την επιλογή του Αγίου Χριστόφορου ως πάτρονα, αλλά και τη θέση του ναού στην ανατολική πλευρά της πύλης, αυτά οφείλονται στην αποτροπαϊκή, σύμφωνα με τη λαϊκή λατρεία ιδιότητα του Αγίου Χριστόφορου για τις ξαφνικές καταιγίδες και χαλαζοπτώσεις. Το φαινόμενο αυτό είναι συχνό τον Μάιο, περίοδο ωρίμανσης των δημητριακών και ανάπτυξης του καπνού, και, όπως φαίνεται, απειλούσε την αγροτική παραγωγή των κατοίκων (καπνός, ελιές, δημητριακά, εσπεριδοειδή κ.ά.) την κρισιμότερη, Ίσως, εποχή του κύκλου των καλλιεργειών.



Μοναδική μαρτυρία για την ίδρυση του μετοχίου προσφέρει το κτηματολόγιο του Προυσού που γράφτηκε από τον λόγιο ηγούμενο της μονής, Κύριλλο Καστανοφύλλη (1775-1835;), τον Δεκέμβριο του 1815.Η επιστασία της ανέγερσης του μετοχίου έγινε από τον «εν μοναχοίς γερο-θεοφάνην συγκοινοβιάτην». Η διαμόρφωση του μετοχίου περιελάμβανε σαφώς το ναό, αν και δεν αναφέρεται στο κείμενο, τον περίβολο με δύο πύλες, μια μεγάλη και μια μικρή, την αυλή, το πηγάδι και τα σπίτια, δηλαδή τα κελιά, έξι από τα οποία σχημάτιζαν μια πτέρυγα ή ήταν ανεξάρτητα οικήματα. Μέσα στο μετό­χι υπήρχαν φυτεμένες ελιές, αμυγδαλιές και μια συκαμιά. Δυστυχώς, από τον προεπαναστατικό ναό σήμερα δεν σώζονται αρχιτεκτονικά λείψανα.

Σύμφωνα με την παράδοση που αναφέρει ο Πορφύριος Παπαγιάννης, στο δυτικό τμήμα της αυλής σώζονταν στο παρελθόν δύο κελιά, στα οποία τελευταίοι μοναστές ήταν δύο αδέλφια, τα οποία με μια κλίμακα κατέβαιναν στη φυσική πηγή που υπήρχε στη δυτική πλευρά του περιβόλου. Ίσως τα κελιά ήταν υπολείμματα της παλαιότερης πτέρυγας ή νεότερα πρώιμα προσκτίσματα.



Η τύχη του μετοχίου στα γεγονότα της Επανάστασης δεν είναι γνωστή. Πάντως μετεπαναστατικά, στον ίδιο χώρο και προφανώς πάνω στα υπολείμματα της παλαιάς, κτίστηκε η σημερινή εκκλησία, η οποία ως το 1937 που εγκαινιάστηκε ο νέος ναός του Αγίου Χριστόφορου αποτελούσε τον ενοριακό ναό της ομώνυμης συνοικίας. Σύμφωνα με έγγραφο παραδόσεως των ληξιαρχικών βιβλίων γεννήσεων, γάμων και θανάτων της εκκλησίας που χρονολογείται στα 1904, η εκκλησία αναγνωρίστηκε ως ενορία το 1866. Μετά την ίδρυση του νέου ναού, η εκκλησία συνεχίζει να ανήκει σε αυτόν ως παρεκκλήσιο.Ο ευρύτερος χώρος του ναού, έκτασης δεκαπέντε στρεμμάτων, αρχικά ήταν περιφραγμένος με λίθινο περίβολο-μάντρα που περιέκλειε το ενοριακό Νεκροταφείο, το οποίο λειτουργούσε ως την ίδρυση του δημοτικού Νεκροταφείου της πόλης στον Άγιο Γεώργιο.

Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ο χώρος του Νεκροταφείου και η υπερκείμενη λοφοσειρά του Αγίου Χριστόφορου δενδροφυτεύτηκε με πεύκα, με πρωτοβουλία του αείμνηστου Αρχιμανδρίτη Απόστολου Φαφούτη, ο οποίος, σύμφωνα με την τελευταία του επιθυμία, τάφηκε στον αύλειο χώρο του ναού.

Μετά τον πόλεμο, η απομάκρυνση του ναού από την πόλη και η υπαγωγή του ως παρεκκλήσιο στο νέο ναό οδήγησε ευτυχώς στη διάσωση της αρχιτεκτονικής του ταυτότητας και την αποφυγή της κατεδάφισης του. Έτσι, σήμερα ο ναός του παλαιού Αγίου Χριστόφορου αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο παράδειγμα της ναοδομικής αρχιτεκτονικής στο Αγρίνιο του 19ου αιώνα. Ο ναός του Αγίου Χριστόφορου ανήκει αρχιτεκτονικά στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής των ύστατων μεταβυζαντινών χρόνων. 
Εξωτερικά δίνει την εντύπωση ενός ορθογώνιου οικοδομήματος με τετράκλινη κεραμοσκεπή στέγη. Οι εξωτερικές του διαστάσεις είναι 21,30 μ. μήκος και 10,30 μ. πλάτος. Στην ανατολική πλευρά του ναού προεξέχει η αρκετά επιδιορθωμένη ημικυκλική αψίδα του Ιερού που διατρυπάται από ορθογώνιο απλό παράθυρο.Στη νότια πλευρά του ναού ανοίγονται δύο θύρες, μία στο κέντρο που οδηγεί στον κύριο ναό και μία στο ανατολικό άκρο που οδηγεί στο χώρο του Ιερού. Η τοξωτή θύρα του Ιερού έχει διαστάσεις 2 μ. ύφος και 0,80 μ. πλάτος. Η κεντρική θύρα, το κατώφλιο της οποίας εξέχει κατά δύο σκα­λοπάτια από το σημερινό εξωτερικό τσιμεντόστρωτο επίπεδο του προαυλίου, έχει ύψος ως την κορυφή του ημικυκλικού της ανωφλίου 2,30 μ. και πλάτος 1,30 μ. Οι παραστάδες της θύρας και το τόξο του ανωφλίου σχηματίζονται με καλοπελεκημένους λιθοπλίνθους και θολίτες. Το μέτωπο των ανωφλίων εισέχει από το μέτωπο της τοιχοποιίας κατά 3 εκ. Στην πλευρά αυτή, πάνω από το επίπεδο των θυρών, σχηματίζεται φωταγωγός από τέσσερα τοξωτά παράθυρα, φραγμένα με σιδηρά κιγκλιδώματα. Το δυτικότερο παράθυρο ήταν διπλό, έτσι ώστε να φωτίζεται η χαμηλή και σκοτεινή δυτική πλευρά του εσωτερικού του ναού. Τα ανώφλια των παραθύρων είναι ημικυκλικά, ενώ του κάτω παραθύρου του γυναικωνίτη και του μικρότερου ανατολικού στο χώρο του Ιερού είναι οριζόντια. Κατά μήκος του ίδιου τοίχου υπάρχει λίθινο πεζούλι, που διακόπτεται στα ανοίγματα των θυρών.




Στη Βόρεια πλευρά του ναού ανοίγονται, αντίστοιχα με τη νότια πλευρά, ανοίγματα, ενώ απουσιάζει ανάλογη θύρα του Ιερού. Στο κέντρο ανοίγεται μια θύρα με ημικυκλικό ανώφλιο, ύφους 2,10 μ. και πλάτους 1 μ., το οποίο περιγράφεται από οξυκόρυφο τόξο.

Στη δυτική πλευρά του ναού ανοίγεται η κύρια θύρα που οδηγούσε στον κύριο ναό. Η θύρα ανοίγεται στο κέντρο και έχει ύφος 2,05 μ. ως το κλειδί του ημικυκλικού ανωφλίου και πλάτος 1,20 μ. Πάνω από το επίπεδο της θύρας και κάτω από τον πρόβολο της στέγης ανοίγονται εκατέρωθεν δύο ορθογώνια σιδηρόφρακτα παράθυρα. Κατά μήκος της εξωτερικής πλευράς έχει κτιστεί λίθινο πεζούλι για την ανάπαυση των πιστών, το οποίο διακόπτεται στις εξωτερικές πλευρές της Βάσης του καμπαναριού.Στον κατακόρυφο άξονα της πλευράς αυτής δεσπόζει το ψηλό κωδωνοστάσιο. Μορφολογικά το καμπαναριό είναι τριόροφο, τετράγωνης κάτοψης και διαμορφωμένο με δύο παραλλήλως εκτεινομένους κατ' ύψος πεσσούς. Η όλη σύνθεση του καμπαναριού ανταποκρίνεται στα τυπολογικά δεδο μένα των κωδωνοστασίων της ύστατης Τουρκοκρατίας και ακολουθεί τον λεγόμενο «επτανησιακό" τύπο καμπαναριού. Στο ισόγειο, παράλληλα με τον κατά μήκος άξονα του ναού, σχηματίζεται διαμπερές, σαμαρωτό άνοιγμα που οδηγεί στην κεντρική θύρα του κύριου ναού και χρησιμεύει και ως προστώο της δυτικής θύρας.

Ο κορμός του καμπαναριού διαμορφώνεται από την κατ' ύφος συνέχεια των δύο πεσσών της κάτοψης του σχηματίζουν μεταξύ τους δίλοβο άνοιγμα. Αυτό χωρίζεται με λίθινο πεσσό στη δεύτερη ζώνη και καταλήγει στην κορυφή σε μονόλοβο άνοιγμα, όπου έχει τοποθετηθεί η καμπάνα του ναού. Η στέψη του κωδωνοστασίου διαμορφώνεται προς όλες τις πλευρές με τριγωνικά αετώματα που περιγράφονται από εξέχοντα οριζόντια και καταέτια γεισώματα-κοσμήτες. Η στέγαση του ανώ­τερου χώρου και γενικά η επίστεψη του καμπαναριού είναι κατασκευασμένη με συμπαγείς πλίνθους-κεραμίδια. Με ευθύγραμμους πλίνθινους κοσμήτες τονίζεται επίσης και η τριμερής διαμόρφωση των όψεων.

Στο μέτωπο του κωδωνοστασίου, πάνω από την είσοδο, βρίσκεται εντοιχισμένη μικρή ενεπίγραφη ορθογώνια πλάκα από κιτρινωπό ηλιόλιθο-«μελίστα», διαστάσεων 25x20 εκ. 
Στο πάνω μέρος της επι­γραφής παριστάνεται εγχάρακτη σκηνή Δεήσεως, αποτελούμενη από τις μορφές του πάτρωνα τουναού, Αγίου Χριστόφορου, στο κέντρο και των εφίππων αντωπών μορφών του Αγίου Γεωργίου και του αγίου Δημητρίου, που ακολουθούνται από τις αντίστοιχες επιγραφές. 
Στο κάτω μέρος της παράστασης αναγράφεται η μεγαλογράμματη εγχάρακτη επιγραφή: «ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΩΔΟΝΟΣΤΑΣΙΟΝ/ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ/ΤΩΝ ΕΝΟΡΙΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚΛΙΣ[Ι]/ΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΤΑ/ΣΙΟΥ ΧΡ. ΝΟΥΛΑ ΚΑΙ ΑΠΑ/ΝΤΩΝ ,..» 
Για τη χρονολογία κατασκευής του καμπαναριού μας πληροφορεί εγχάρακτη επιγραφή στο «κλειδί» του νότιου λοβού, της δεύτερης ζώνης του καμπαναριού, που αναφέρει τη χρονολογία 1849. Αξιοσημείωτη είναι η παρουσία στον νότιο πεσσό του κωδωνοστασίου αρκετών λιθαναγλύφων που παριστάνουν σχηματοποιημένα ζώα (π.χ. λαγός ή σκύλος), δρακοντόμορφα και σταυρούς, με προφανώς διακοσμητική αλλά και αποτροπαϊκή σημασία.




Το κέλυφος του ναού στεγάζεται με τετράκλινη σύγχρονη κεραμοσκεπή, ενώ η αψίδα με μονόριχτη ημικυκλική στέγη. Όσον αφορά τη δόμηση του ναού, οι τοίχοι, πάχους 0,90 μ., είναι κτισμένοι με τοπικούς αδρά εργασμένους φαμμιτόλιθους από τα νταμάρια της περιοχής και ασβεστοκονίαμα. Στις γωνίες όμως και τα περίθυρα των ανοιγμάτων το κτίσιμο είναι πιο επιμελημένο και χρησιμοποιούνται τετραγωνισμένοι λιθόηλινθοι από το ίδιο υλικό. 
Αρκετά νωρίς, πιθανότατα από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο ναός ασβεστοχρίστηκε εξωτερικά, όπως μαρτυρούν παλιές φωτογραφίες. Κατά τη φάση ανακαίνισης του ναού, απομακρύνθηκε η ασβεστόχριση και οι εξωτερικές πλευρές αρμολογήθηκαν με τσιμεντοκονίαμα. 
Εσωτερικά ο ναός είναι διμερής. Αποτελείται από το χώρο του Ιερού και τον κύριο ναό. Ο χώρος του "Ιερού χωρίζεται από τον κύριο ναό με ξύλινο τέμπλο πιθανότατα σύγχρονο του ναού, το οποίο έχει υποστεί όμως αρκετές νεότερες επισκευές. Το Ιερό εξέχει από τον κύριο ναό κατά δύο σκαλοπάτια, ύψους 0,18 μ., που σχηματίζουν στο κέντρο ημικυκλικό Βήμα. 
Στο εσωτερικό σχηματίζεται η μεγάλη κόγχη του Ιερού, διαμέτρου 3,60 μ. και βέλους 1,60 μ. Εκατέρωθεν του Ιερού Βήματος σχηματίζονται δύο μεγάλες τετράγωνες κόγχες, η Πρόθεση και το Διακονικό. Ανάλογη κόγχη σχηματίζεται και στον βόρειο τοίχο δίπλα στην Πρόθεση.

Ο κύριος ναός, με διαστάσεις 15,50 μ. μήκος και 8,80 μ. πλάτος, χωρίζεται με τη Βοήθεια δύο κιονοστοιχιών, από πέντε κίονες η καθεμία, σε τρία κλίτη. Το κεντρικό κλίτος, το οποίο έχει διπλάσιο εύρος από τα πλάγια, έχει πλάτος 4,40 μ., ενώ τα πλάγια 2,20 μ. 
Το τέμπλο του Ιερού είναι τοπο­θετημένο στο ϋψος των δύο ανατολικών κιόνων. Σήμερα οι έξι δυτικοί κίονες έχουν καλυφθεί με γυφοσανίδες και μοιάζουν με πεσσούς. Οι άλλοι δύο κίονες του ναού έχουν καλυφθεί μόνο στο κάτω μέρος τους, επιτρέποντας μας έτσι να δούμε την αρχική διαμόρφωση των κιόνων στο πάνω μέρος τους. Οι κίονες είναι αράβδωτοι και επιστέφονται από τεκτονικά καλαθοειδή κιονόκρανα που υποβαστάζουν τις δοκούς της ξύλινης στέγης. Μεταξύ των κιόνων σχηματίζονται απλά λεπτά τόξα από «τσατμά» που σταματούν στο ύφος των δυτικών κιόνων.

Ως το πρόσφατο παρελθόν, στη δυτική πλευρά του ναού σχηματιζόταν ξύλινο υπερώο-γυναικωνίτης, το οποίο ξηλώθηκε κατά την ανακαίνιση του. Με βάση την κάτοψη του ναού και τις προφορικές μαρτυρίες, φαίνεται ότι ο γυναικωνίτης σχημάτιζε ένα Π στη δυτική πλευρά του κτιρίου. Τα ίχνη της πάκτωσης των δοκών του δαπέδου του γυναικωνίτη διακρίνονται σήμερα στους εσωτερικούς τοίχους του ναού, σε ύφος 2,60 μ. από το σημερινό δάπεδο. Η στήριξη του υπερώου στο εσωτερικό της εκκλησίας επιτυγχανόταν με τη Βοήθεια των κιόνων των δυο εσωτερικών κιονοστοιχιών. Ως ανατολικό όριο του γυναικωνίτη, στις πλάγιες πτέρυγες του, πρέπει να ορίσουμε τους δεύτερους από δυτικά κίονες, όπως υποδηλώνουν τα ίχνη της σύμφυσής του στους τοίχους, οι οποίοι σταματούν ακριβώς σε αυτό το σημείο. Η άνοδος στο γυναικωνίτη γινόταν με ξύλινη σκάλα στη νοτιοδυτική γωνία του ναού.

Το δάπεδο του ναού αποτελούνταν από ακανόνιστες πλάκες ασβεστόλιθου που σήμερα έχουν καλυφθεί με λευκές και γκρίζες πλάκες μαρμάρου. Η οροφή του ναού είναι καλυμμένη με ξύλινο πολύχρωμο σανιδωτό ταβάνι. Στο κεντρικό τμήμα της είναι πιο πολύ διακοσμημένη με ρομβοειδή διάχωρα-«μπακλαβαδωτά», ενώ τα υπόλοιπα τμήματα της είναι σκεπασμένα με απλές παράλληλες σανίδες που ενώνονται με ξύλινα σχοινοειδή αρμοκάλυπτρα-«κορδόνια». Κατά τον κατά μήκος άξονα της οροφής σχηματίζονται τρεις ημισφαιρικοί τυφλοί τρουλίσκοι -«κουμπέδες»-, μακρινή ανάμνηση των θόλων των Βυζαντινών ναών, με μεγαλύτερο αυτόν του κεντρικού τμήματος, που φέρει στο κέντρο ελαιογραφία με την παράσταση του Παντοκράτορα Χριστού. Η μετάβαση από τις κάθετες επιφάνειες των τοίχων στις οριζόντιες επι­φάνειες των οροφών γίνεται με τη Βοήθεια κοίλων επιφανειών, των «τραχηλωμάτων», καθ' επίδραση δυτικών προτύπων του 18ου αιώνα.





Ο φωτισμός του ναού επιτυγχανόταν με τα παράθυρα, τα οποία στο εσωτερικό είναι πιο μεγά­λα και έχουν κατεβασμένες ποδιές, και με τις θύρες που ανοίγονται στις πλευρές του ναού. Για το φωτισμό του σκοτεινού χώρου κάτω από το γυναικωνίτη, φαίνεται ότι τα δυτικότερα παράθυρα της Βόρειας και νότιας πλευράς ήταν διμερή, για να φωτίζουν πάνω και κάτω από το επίπεδο του δαπέδου του γυναικωνίτη. Ο φωτισμός του χώρου του υπερώου γινόταν με τη βοήθεια δύο αντίστοιχων παραθύρων και των δύο ορθογώνιων παραθύρων της δυτικής πλευράς. Φανερή στη διάταξη των χώρων είναι η επίδραση της παραδοσιακής ναοδομικής αρχιτεκτονικής, για τους ενοριακούς ναούς των αστικών κέντρων της υπόδουλης Ελλάδας αλλά και της περιφέρειας της ελεύθερης Ελλάδας, με την κυριαρχία της τρίκλιτης βασιλικής. Κύριο πρότυπο για το κτίσιμο του ναού, από αρχιτεκτονική πλευρά, αποτέλεσαν οι τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές που ως αρχιτεκτονικός τύπος διευκόλυναν τις αυξημένες λειτουργικές ανάγκες των κοινοτήτων από τον 18ο αιώνα και εξής σε όλο τον ελληνικό κόσμο. 
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέψουμε την επίδραση της παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής και της παραδοσιακής μαστοροσύνης κυρίως στο επίπεδο των αρχιτεκτονικών λύσεων και μορφών.

Κύριοι φορείς αυτής της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής αποτελούσαν τα συνεργεία των κτιστών, κυρίως από τα μαστοροχώρια της Ηπείρου, που δρούσαν τόσο στο χώρο της ελεύθερης Ελλάδος όσο και στον ευρύτερο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και τη Μ. Ασία. Όπως είναι γνωστό, οι Ηπειρώτες μάστοροι ανέπτυξαν, λόγω και της εγγύτητας του χώρου, έντονη δραστηριότητα και στην περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και του Αγρινίου ειδικότερα. Έτσι, σύμφωνα με πληροφορία του κ. Κ. Κονταξή, ο ναός κτίστηκε από συνεργείο οικοδόμων από τον Πύργο (Στράτσανη) της Κόνιτσας.





Σύμφωνα με μια μνεία, ο ναός ιδρύθηκε το 1846. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, πάνω από τη δυτική θύρα του ναού, στην πρόσθια πλευρά του καμπαναριού, αναγράφεται η χρονολογία 1849. Από την αρχειακή μαρτυρία που προαναφέρθηκε, ο ναός αναγνωρίστηκε ως ενοριακός το 1866. Από τις παρατηρήσεις μας φαίνεται ότι το καμπαναριό και ο ναός είναι σύγχρονη κατασκευή, επομένως η χρονολογία 1849 πρέπει να ληφθεί ως και η χρονολογία περάτωσης του κύριου ναού και ανέγερσης του καμπαναριού. Άρα ο ναός κτίστηκε μεταξύ των ετών 1846-1849.

ΠΗΓΗ: Διαδικτυακή εφημερίδα

Share
Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~

Άγιος Χριστόφορος


Στις 9 Μαΐου η πόλη μας γιορτάζει τον Άγιό της. 

Γιορτάζει τον φύλακα άγγελό της.

 Ο Άγιος Χριστόφορος έζησε τον 3ο μ.X αιώνα. 

Η πατρίδα του δεν είναι γνωστή αλλά σύμφωνα με αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας, καταγόταν από βαρβαρική χώρα της Ανατολής και από φυλή ανθρωποφάγων.  
Το όνομά του ήταν Ρεμπρόβος.
Όταν ήταν ακόμη κατειχούμενος, για να ευχαριστήσει τον Χριστό, εγκαταστάθηκε σε επικίνδυνο πέρασμα ποταμού και μετέφερε δωρεάν στους ώμους του εκείνους που επιθυμούσαν να διασχίσουν τον ποταμό. 
Μια μέρα παρουσιάσθηκε ένα μικρό παιδί, το οποίο τον παρακάλεσε να τον περάσει στην απέναντι όχθη. Ο Ρεμπρόβος πρόθυμα το έβαλε στους ώμους του και στηριζόμενος στο ραβδί του μπήκε στον ποταμό. Όσο όμως προχωρούσε,  το βάρος του παιδιού αυξανόταν τόσο, που με μεγάλο κόπο κατόρθωσε να φθάσει στην απέναντι όχθη.
Μόλις έφθασε στον προορισμό του, κατάκοπος είπε στο παιδί ότι και όλο τον κόσμο να σήκωνε δεν θα ήταν τόσο βαρύς. 
Το παιδί του απάντησε: 
«Μην απορείς, διότι δεν μετέφερες μόνο τον κόσμο όλο, αλλά και Αυτόν που έπλασε τον κόσμο. Είμαι Εκείνος στην υπηρεσία του Οποίου έθεσες τις δυνάμεις σου και σε απόδειξη αυτού φύτεψε το ραβδί σου και αύριο θα έχει βλαστήσει», και αμέσως εξαφανίσθηκε.
Ο Ρεμπρόβος φύτεψε το ραβδί και την επομένη το βρήκε πράγματι να έχει βλαστήσει. Μετά το περιστατικό αυτό βαπτίσθηκε Χριστιανός από τον Άγιο Ιερομάρτυρα Βαβύλα, ο οποίος τον μετονόμασε σε Χριστόφορο.

Διά χειρός Α. Ναστούλη
Κατά τον τότε διωγμό εναντίον των Χριστιανών, λίγο μετά την βάπτισή του, είδε Χριστιανούς να κακοποιούνται από τους ειδωλολάτρες. Από αγανάκτηση επενέβη και τους έκανε δριμύτατες παρατηρήσεις. Καταγγέλθηκε όμως στον αυτοκράτορα και διατάχθηκε η σύλληψή του. 
Για τον σκοπό αυτό στάλθηκαν διακόσιοι στρατιώτες. Αυτοί, αφού ερεύνησαν σε διάφορα μέρη, τον βρήκαν την στιγμή που ετοιμαζόταν να γευματίσει ένα κομμάτι ξερό ψωμί. 
Κατάκοποι οι στρατιώτες και πεινασμένοι ζήτησαν από τον Άγιο Χριστόφορο να τους δώσει να φάνε και σαν αντάλλαγμα του υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον κακομεταχειρίζονταν.
Ένας από τους στρατιώτες, βλέποντας ότι  δεν είχε καμία άλλη τροφή εκτός από ένα κομμάτι ξερό ψωμί , ειρωνευόμενος τον Χριστόφορο, του είπε ότι ευχαρίστως θα γινόταν Χριστιανός, εάν είχε την δύναμη να τους χορτάσει όλους με το κομμάτι εκείνο του ψωμιού.
Τότε ο Άγιος, αφού γονάτισε, άρχισε να παρακαλεί τον Χριστό να πολλαπλασιάσει το κομμάτι εκείνο , όπως πολλαπλασίασε τους πέντε άρτους στην έρημο, για να χορτάσουν οι πεινασμένοι στρατιώτες και να φωτισθούν στην αναγνώριση και ομολογία Αυτού. Η παράκληση του Αγίου εισακούσθηκε και το κομμάτι του ψωμιού πολλαπλασιάσθηκε. 
Βλέποντας οι στρατιώτες το θαύμα αυτό, έπεσαν στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσαν να τους γνωρίσει καλύτερα τον Θεό του. Ο Άγιος μίλησε με απλότητα για τη Χριστιανική διδασκαλία και αφού όλοι εξέφρασαν την επιθυμία να γίνουν Χριαστιανοί, τους οδήγησε στον Επίσκοπο Αντιοχείας Βαβύλα, ο οποίος, αφού τους κατήχησε, τους βάπτισε.
Όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος πληροφορήθηκε το γεγονός, τους μεν στρατιώτες τους συνέλαβε και τους αποκεφάλισε, τον δε Χριστόφορο προσπάθησε με υποσχέσεις και κολακείες να μεταπείσει, αλλά οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες.
Τότε έστειλε σ' αυτόν δύο γυναίκες, την Ακυλίνα και την Καλλινίκη, ελπίζοντας ότι με τα θέλγητρά τους θα τον σαγήνευαν και θα τον παρέσυραν. Οι δύο γυναίκες, αφού άκουσαν την προτροπή του Αγίου, για να επανέλθουν στον δρόμο της αγνότητας και της αρετής, έγιναν Χριστιανές και, αφού παρουσιάσθηκαν ενώπιον του αυτοκράτορα Δεκίου, ομολόγησαν τον Χριστό. Γι' αυτό και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Στη συνέχεια ο Άγιος Χριστόφορος υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και τέλος θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. 
Ήταν 9 Μαΐου του έτους 292 μ.X. 
Ο Άγιος Χριστόφορος είναι προστάτης των οδηγών.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Στολαῖς ταῖς ἐξ αἵματος, ὡραϊζόμενος, Κυρίῳ παρίστασαι, τῷ Βασιλεῖ οὐρανῶν, Χριστοφόρε ἀοίδιμε· ὅθεν σὺν Ἀσωμάτων, καὶ Μαρτύρων χορείαις, ᾄδεις τῇ τρισαγίῳ, καὶ φρικτῇ μελῳδίᾳ, διὸ ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς, σῶζε τοὺς δούλους σου.


Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Χριστὸν φέρων ἔνδοξε, ἐν τῇ ψυχῇ σου, ἰσχυρῶς κατέβαλες, τῶν ἐναντίων τὰς ἀρχάς· διὸ Χριστὸν ἐκδυσώπησον, ὦ Χριστοφόρε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.


Μεγαλυνάριον. Μάρτυς ἀκατάπληκτος καὶ στερρός, πέλων τῇ ἰδέᾳ, Χριστοφόρε καὶ τῷ νοΐ, τῶν ἀντικειμένων, κατέπληξας τὰ στίφη, ἀθλήσας ὑπὲρ φύσιν, πόθῳ τοῦ Κτίστου σου.





=============================
=============================

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Τα γεφύρια του Αλάμπεη



Ελαιογραφία του Νίκου Καλατζή. Τα γεφύρια του Αλάμπεη λίγο πριν
την επανάσταση του 1821.


Τα γεφύρια του Αλάμπεη, βρίσκονταν στο δυτικό άκρο της λίμνης Τριχωνίδας, στην ευθεία που ενώνει το Παναιτώλιο με το Κάτω Κεράσοβο.
Όλες τις εποχές και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, οι λίμνες Τριχωνίδας και Λυσιμαχείας ενώνονταν με βάλτους και ρέματα, των οποίων το στενότερο σημείο βρισκόταν από τον Άγιο Νικόλαο έως το Χάνι της Συκιάς. Για να αποφεύγεται ο δια ξηράς κύκλος της Λυσιμαχείας, η επικοινωνία παλιότερα γίνονταν και με πλοιάρια.
Τα γεφύρια αποκαθιστούσαν μια οδό επικοινωνίας του βόρειου τμήματος των λιμνών Τριχωνίδας-Λυσιμαχείας με τις νοτιότερες περιοχές Μακρυνείας και Μεσολογγίου.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Επειδή τα γεφύρια σήμερα είναι εντελώς επιχωμένα και λόγω μη διατιθέμενων λεπτομερών μετρήσεων δεν μπορούν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για την γεωμετρία της κατασκευής.
Η περιγραφή τους είναι δυνατή μόνο μέσω των παλαιοτέρων κειμένων του Μαστροκώστα και μέσω των ελάχιστων σωζόμενων φωτογραφιών στο Μουσείο Μπενάκη.
Ο Μαστροκώστας σημειώνει ότι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 υπήρχε εμφανές τμήμα της γέφυρας μήκους 150-180 μ. και πλάτους 3,00 μ. 

Σε μια από τις φωτογραφίες του Μουσείου Μπενάκη, φαίνεται τμήμα περίπου 20 τόξων με σχεδόν οριζόντιο κατάστρωμα. Τα τόξα είναι σχεδόν επιχωμένα και εμφανίζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους τόσο ως προς το υψόμετρο των κλειδιών όσο και ως προς τις διαστάσεις τους, είτε λόγω κακής και μη επιμελημένης κατασκευής, είτε λόγω καθιζήσεων. Η μορφή τους πρέπει να ήταν ημικυκλική με άνοιγμα 4,00-5,00μ και πλάτος οδοστρώματος περίπου 3,00 μ.
Τα γεφύρια του Αλάμπεη πρέπει να αποτελούν σπάνιο παράδειγμα θεμελίωσης σε βαλτώδες έδαφος.
Το υλικό για την κατασκευή τους κατά πάσα πιθανότητα ήταν επιφανειακό υλικό από το χείμαρρο Παλιαβρύση ανατολικά του Κάτω Κεράσοβου.




ΙΣΤΟΡΙΚΑ-ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ

Η παλιότερη μαρτυρία για την ύπαρξη των γεφυριών ανάγεται στις 15 Ιουνίου 1805, όταν ο Συνταγματάρχης Leake, περιηγήθηκε στην Αιτωλοακαρνανία.

«…. Αφήνοντας τις Παπαδάτες λίγα μίλια αριστερά μας, μπαίνουμε στην υπερυψωμένη οδογέφυρα στις 8,10 και πορευόμαστε έφιπποι μέσω μιας εξαιρετικά ευχάριστης σκιάς από βαλανιδιές, αγριελιές και πλατάνια, που μπλέκονται με γιρλάντες απ’ τ' αγριοκλήματα, και μεγάλες καλαμιές στα πιο ελώδη σημεία. Η υπερυψωμένη οδογέφυρα, που στηρίζεται σε έναν μεγάλο αριθμό τόξων, λέγεται ότι είναι διακοσίων ετών, και ότι χτίστηκε από κάποιο μπέη του Βραχωριού, ο οποίος πιθανώς εκμεταλλεύθηκε τα θεμέλια ενός αρχαιότερου έργου. Ένα ήρεμο ρεύμα ρέει κάτω από τις κάμαρες από τα δεξιά προς τα αριστερά. Φθάνουμε στο τέλος της οδογέφυρας στις 8,30, διασχίζουμε την υπόλοιπη πεδιάδα, και, ανεβαίνοντας την τελευταία πλαγιά των υψωμάτων που την οριοθετούν από τον Βορρά, φθάνουμε στις 9,45 στο Βραχώρι.»

Ο περιηγητής Πουκεβίλ μερικά χρόνια αργότερα, γράφει ότι επρόκειτο για μια κατασκευή που αποτελούνταν από 370 τόξα συνολικού μήκους 600 οργιών. Κατά τον ίδιο οι Έλληνες τα αποδίδουν στους Νορμανδούς, ενώ οι τούρκοι στον Σουλεϊμάν, ενώ ο ίδιος ο Πουκεβίλ δεν αποκλείει την πιθανότητα να επρόκειτο για Ρωμαϊκή κατασκευή.

Ο Μαστροκώστας υποστηρίζει ότι η οδογέφυρα δεν κατασκευάστηκε επί Τουρκοκρατίας, αλλά ότι πιθανόν επισκευάστηκε από τον Αλάμπεη, που η κυρίαρχη παράδοση τον ήθελε ως κατασκευαστή των γεφυριών.

Ο Δ. Βικέλας περίπου την ίδια εποχή κρατά πιο επιφυλακτική στάση ως προς την παλαιότητα τους, κλίνοντας μάλλον προς την άποψη περί τούρκικης
κατασκευής.

Έτσι η διχογνωμία ως προς το χρόνο κατασκευής παρέμεινε
"…Τις ήτο ο Αλάμπεης ούτος, του οποίου ή γέφυρα διαιωνίζει το όνομα: Εγνώριζεν άραγε ότι έκτισε διαμέσου των λιμνών την οδόν ταύτην, ότι εδημιούργει τον γοητευτικώτερον επί γης περίπατον: Δεν ηδυνήθην να συλλέξω ακριβείς περί αυτού ειδήσεις, ίσως ήτο ευλαβής τις μουσουλμάνος θέλων να δαπανήση τα πλούτη του έπ' αγαθώ. Οι Τούρκοι αφήκαν τοσούτον ολίγα επί της Ελληνικής γης ίχνη αγαθά της διαβιώσεως των, ώστε αποβαίνει έτι μάλλον αξιέπαινο το έργον του Αλάμπεη. Ούτε την εποχή της οικοδομής της γέφυρας ταύτης ήδυνήθην να εξακριβώσω. O Λήκ, όστις επισκεφθείς το
Βραχώρι κατά το 1805 ηδύνατο να λάβη πληροφορίας ακριβεστέρας παρά των κρατούντων τότε ομοπίστων του Αλάμπεη, αναφέρει μόνον ότι κατά τους Βραχωρίτας τα γεφύρια ταύτα είχον κτισθή προ διακοσίων ετών, προσθέτει δε ότι κατά πάσαν πιθανότητα εκτίσθησαν επί θεμελίων αρχαιοτέρας έτι εποχής. Κατά τον Πουκεβίλ, οι Έλληνες του Βραχωρίου απέδιδον την οικοδομήν της
γέφυρας εις τους Νορμανδούς, αυτός δε εκφέρει την γνώμη ότι εκτίσθη υπό των Ρωμαίων. Εν τη αμφιβολία, ας είμεθα γενναιότεροι ημείς και ας αφήσωμεν αδιαφιλονίκητο εις τον Τούρκον Άλαήμπεη την δόξα ταύτη…»

Δ. Βικέλας, Νικόπολις, σ. 76-79


Κατά καιρούς εμφανίζονται ατεκμηρίωτες απόψεις και μαρτυρίες περί γεφυριών μήκους γύρω στα 3 χιλιόμετρα, περί ύπαρξης πασάλων θεμελίωσης και άλλων δομικών στοιχείων, σε μια προσπάθεια να αναχθεί η κατασκευή τους σε όσο το δυνατόν παλαιότερη εποχή.
Έτσι πιστεύεται σήμερα από πολλούς ιστορικούς και φιλόλογους, όχι όμως από αρχαιολόγους, ότι πρόκειται για αρχαία γεφύρωση μεταξύ των δυο λιμνών που συνέχισε να υπάρχει σε όλες τις εποχές ως τη βυζαντινή εποχή και στην Τουρκοκρατία, οπότε έγινε ανακατασκευή.
Η άλλη άποψη στηρίζεται στις τοπικές μαρτυρίες και είτε ανάγει την κατασκευή τους διακόσια χρόνια πριν το 1805 (όπως γράφει ο Leake), είτε θεωρεί, σύμφωνα με την ζωντανή παράδοση που διασώθηκε από τον Χαβέλλα ότι χτίστηκαν από τον πρώτο στο Αγρίνιο άρχοντα Αλάμπεη, δια των λεγομένων αγγαρειών.
Σύμφωνα με την παραπάνω παράδοση, ο μουσελίμης του Κάρλελι Αλάμπεης, αποφάσισε την κατασκευή γεφυρών για να ενώσει τις δύο λίμνες και να συνδέσει τους κάμπους Παναιτωλίου και Παπαδατών.
Επέβαλε προσωπική εργασία και εισφορές στους κατοίκους των παραλιμνίων οικισμών, και ο ίδιος διέθεσε, σημαντικό μέρος από την καταβαλλομένη από τους κατοίκους «δεκάτη», για την αποπεράτωση του έργου.
Φαίνεται επίσης ότι ο Αλάμπεης, μετά την κατασκευήν των γεφυρών, επέβαλε άγρια φορολογία στους κατοίκους που εξυπηρετούνταν από τα γεφύρια, γιατί οι καλλιεργητές της περιοχής, μη μπορώντας να αντέξουν το βάρος της σκληρής φορολογίας, βρέθηκαν στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν από κοινού την κατάσταση, καθώς μαρτυρεί το παρακάτω έγγραφο:

"Εμπρι (απόφαση) των χωριανών του κάμπου στ' Αλάμπεη τα γεφύρια. Επειδή ο Αλάμπεης, ύστερα από τα γιοφύρια που έφκιασε να περάμε τη λίμνη, μας ζητάει υπερβολικό γήμορο ενώ πληρώναμε 10 τοις εκατόν, το οποίο ποτέ δεν πληρώσαμε, συναχθήκαμε οι υποφαινόμενοι καλλιεργητές και πήραμε έμπρι να μη πληρώσουμε παραπάνω από 10 τοις εκατό και να υπερασπιστούμε το δίκαιον μας και ότι μας βρει να το υποφέρωμεν και τη φυλακή ακόμα και κάθε
κατατρεγμένο να τον υποφέρομεν δια το δίκαιον μας.
Δώσαμε τον όρκο οποίος απαρνηθεί την απόφασί μας να είναι προδότης του Ιούδα και απαρνητής του Χριστού μας και προκοπή να μη κάνη ποτέ.’’
Βραχώρι 1789—15 Μαγίου

Κώστας Καστανής, Μήτρος Γεωργογιάννης, 
Λευτέρης Παπάς, Βασίλης Ψυχογυιός, 
Σπύρος της Βαγγέλενας, Αναγνώστης Στρεβενιώτης,
Κωσταντής Χαλκιώτης, Χριστόδουλος Μέρος, 
Λάμπρος Μποτίνης, Λευτέρης Παπουτσής, 
Μάνθος Τσιλιμπώκος, Γεωργάκης Νάκος.
Εγώ ο Παπανικόλας απ’ τη Ντούτσαγα μαρτυρώ» 


Την άποψη της λαϊκής παράδοσης -από την άλλη μεριά- που εξηγεί πώς χτίστηκαν τα γεφύρια του Αλάμπεη, την δημοσίευσε ο Γεώργιος Δροσίνης στην εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» το 1885.

Σύμφωνα μ’ αυτή λέει ότι ένας χωρικός που είχε χωράφι σε μία μεριά που τη λένε από τότε Βουβαλοπέτσι, είδε στον ύπνο του πως μέσα στη γη εκεί, ήταν χωμένο ένα βουβαλοπέτσι γεμάτο φλουριά. Είπε με τον νου του πως ήταν ψέμα, αλλά τη δεύτερη βραδιά είδε το ίδιο όνειρο, την Τρίτη πάλι το ίδιο….

Πήγε λοιπόν την άλλη μέρα κι έσκαψε και βρήκε ένα δέρμα βουβαλιού γεμάτο φλουριά. Πήρε όσα μπόρεσε, τα άλλα τα σκέπασε και λίγα λίγα τα κουβάλησε όλα στο σπίτι του. Κάποιος γείτονας όμως τον είδε και τον πρόδωσε στον Αλάμπεη, που τότε ήταν άρχοντας του Βραχωριού και ο Τούρκος χωρίς κρίση κρέμασε τον χωρικό κι έβαλε στο χέρι όλα τα φλουριά. Μα το πράμα έφτασε στ’ αυτιά του Σουλτάνου κι όχι πως τάχα τον ένοιαζε για το άδικο κρέμασμα του χωρικού αλλά μόνον γιατί να πάρει τα φλουριά ο Αλάμπεης και να μην τα δώσει στο δοβλέτι. Στέλνει λοιπόν φιρμάνι να του πάρουν τα φλουριά και το κεφάλι. Ο Αλάμπεης σαν το μυρίστηκε, βάνει εργάτες και αρχίζει να χτίζει τα γιοφύρια. Άμα του είπαν την κατηγορία πως πήρε τα χρήματα αυτός είπε: «Για το δοβλέτι τα πήρα και καλό στον τόπο κάνω, ξοδεύοντάς τα για να χτίσω τα γιοφύρια». Έτσι ο Σουλτάνος τον συγχώρεσε και τα γιοφύρια γίνηκαν και πήραν και το όνομά του.
 


ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ

Τα γεφύρια του Αλάμπεη αποτελούσαν στρατηγικό σημείο στην περιοχή για αιώνες και συνδέονται με πολλά ιστορικά γεγονότα.

• 1821 
Πολιορκία του Αγρινίου.
«Κατά την απόφασιν δε ταύτην επλησίασαν την 26 και 27 (Μάιος) οι μέλλοντες να εφορμήσωσιν οπλαρχηγοί και ετοποθετήθησαν ο μεν Μακρής μετά 700 Μεσολογγιτών, Αιτωλικιωτών και Ζυγιωτιών παρά τα γεφύρια του Αλαή-μπεη προς την πόλιν, ο δε Σαδήμας, οπλαρχηγός του Αποκούρου, μετά 500 συνεπαρχιωτών του, και ο Γρίβας μετά 200, κατά το Δογρί, ο δε Βλαχόπουλος εν τω παλαιοφρουρίω άνωθεν της πόλεως μετά 500 εκ της επαρχίας του...»

• 1823 
Από τα γεφύρια πέρασαν νεκρό τον Μάρκο Μπότσαρη για να τον μεταφέρουν στο Μεσολόγγι.

• 1824 
Επαναστατική περίοδος-Εμφύλιες διαμάχες Το τμήμα των κυβερνητικών ξεκίνησε από το Αιτωλικό στις 7 Απριλίου με κατεύθυνση το Βραχώρι. Οι Βραχωρίτες και οι Βελαουστιάνοι με επικεφαλής τον Γιαννάκη Στάικο πιάσανε τα γεφύρια του Αλάμπεη με σκοπό να εμποδίσουν το πέρασμα των κυβερνητικών για να δόσουν χρόνο στον Καραϊσκάκη να απομακρυνθεί. 

• 1827 
Ο οπλαρχηγός του Βραχωριού Γιαννάκης Στάικος εφόνευσεν εις ενέδρα, τον κατερχόμενο εκ Πελοποννήσου Τούρκο στρατηγό

• 1874 
Συγκέντρωση –υποδοχή Χ. Τρικούπη από Αγρινιώτες 




ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ

Από τις περιγραφές των κατοίκων σήμερα προκύπτουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την κατάσταση των γεφυριών πριν την καταστροφή τους τη
δεκαετία του 1960.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

“…Ήταν ωραία τα γεφύρια με 365 καμάρες, όσες οι μέρες του χρόνου κι από πάνω είχαν καλοφτιαγμένο καλντερίμι. Δεν είναι πολλά χρόνια που τα χάλασαν, άλλα χώθηκαν κι άλλα χάλασαν όταν έφτιαχναν τα κανάλια τα αρδευτικά. Όμως θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν να τα δουν κι οι νεότεροι. Ξεκινώντας από τη διασταύρωση προς Κάτω Κεράσοβο και κατεβαίνοντας προς τη λίμνη και τα χωράφια από το νέο ασφαλτοστρωμένο αγροτικό δρόμο,
πριν το τέλος του, άρχιζαν οι καμάρες των γεφυριών.
Σκάβοντας οι αγρότες στις άκρες των χωραφιών βρίσκουν ίχνη από το παλιό καλντερίμι. Εγώ τα θυμάμαι γιατί τα πέρασα, μόνο που βρίσκονταν μέσα στο νερό κι υπήρχαν δυο σίδερα και τα ζώα περνούσαν μέσα στο νερό και πάνω σ’ αυτά τα σίδερα πέρναγες πέρα. Οι καμάρες φαίνονταν μέσα στο νερό. Πατάγαμε πάνω στα σίδερα και κρατιόμασταν από αυτά γιατί τα νερά ήταν σηκωμένα.”



Τα γεφύρια τ’ Αλάμπεη τελευταία φαίνονταν κοντά στο κτήμα του Κωνσταντίνου Κίτσου λίγο πριν την ενωτική τάφρο Τριχωνίδας –Λυσιμαχείας, κάτω από τον σημερινό αγροτικό δρόμο σε άλλα σημεία δεξιά και σε άλλα
αριστερά από το σημερινό αποστραγγιστικό αυλάκι. Από ‘κει από την τάφρο προς το Παναιτώλιο, που είναι όμως περιφέρεια Μακρυνείας, τα γεφύρια ήταν πιο ψηλά και πιο πολλά και φαίνονταν μέχρι πρόσφατα, αλλά πήγαν και την πήραν την πέτρα για να φτιάξουν τοίχους στα χωράφια τους και αποθήκες.
Αν σκάψει σήμερα κάποιος κάτω από τον σημερινό αγροτικό δρόμο σίγουρα θα βρει κάποιες καμάρες γιατί όπου δεν έγινε τάφρος ακριβώς πάνω τους, δεν υπήρχε λόγος να τα καταστρέψουν. Τα μηχανήματα τα έκαναν άνω – κάτω αλλά μέχρι το 1955- 1960 υπήρχαν σε καλή κατάσταση τουλάχιστον στη δική μας περιοχή.



Ο επί 16 έτη πρόεδρος της τότε κοινότητας Παναιτωλίου κ. Παπούτσης Γεώργιος υποστηρίζει:
…Τα γεφύρια σε αρκετό μήκος δεν καταστράφηκαν αλλά είναι χωμένα. Μπορώ να σας δείξω το συγκεκριμένο σημείο…»


Η γιαγιά μου έλεγε πως πέρασε νύφη από τα γεφύρια αυτά με το συμπεθεριό καβάλα σε άλογα. Η γιαγιά μου ήταν από το Μουσταφούλι και ο γαμπρός από τη Ματαράγκα.
Εγώ θυμάμαι ακόμα όταν ήμουν μικρή με πήρε ο πατέρας μου και πήγαμε στο λόγγο (δάσος) για ξύλα. Ανάμέσα στα άγρια δέντρα και τα λιμνάζοντα νερά, είδα τα γεφύρια αυτά μισοκατεστραμμένα.

Κωνσταντούλα Λειβαδίτη-Σχισμένου


Τελευταία μαρτυρία για γεφύρια αναφέρεται στο 1964. Τα γεφύρια ήταν ψηλότερα από τα χωράφια. Η μοναδική φωτογραφία που βγήκε το 1960 και βρίσκεται στο μουσείο Μπενάκη, στην Αθήνα, απεικονίζει τα γεφύρια λίγο πιο πάνω από τον ενωτικό αύλακα προς το Παναιτώλιο.
Στα σημεία αυτά στην περιοχή Παναιτωλίου, δηλαδή και στις άκρες του αγροτικού δρόμου, υπάρχουν σήμερα σκόρπιες πέτρες, όσες απέμειναν από το καλντερίμι των γεφυριών και διάσπαρτες σε μεγάλο μήκος.





Τα γεφύρια του Αλάμπεη κηρύχτηκαν διατηρητέα το 1968 (ΦΕΚ 418/29-8-68), …σε χρόνο μεταγενέστερο της ολικής επίχωση και καταστροφής τους!! 






ΠΗΓΗ:
 θεώνη Λειβαδίτη, Πολιτικός Μηχανικός.


           Ν.Γ.Πολίτης: Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού.


Share
Divider Graphics
~Αγρίνιο...Γλυκές Μνήμες~