Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Οι μαζωχτάδες του καπνού...


...αυτοί οι δουλευτάδες!



Περίπου δύο μήνες μετά το φύτεμα, έφθανε ο καιρός που ωρίμαζε ο καπνός κι έπρεπε να μαζευτεί. Το μάζεμα έπρεπε να γίνει στην ώρα του κι αυτό το γνώριζαν πολύ καλά οι καπνάδες: «ούτε άγουρα, ούτε πολύ γινωμένα» να ’ναι τα φύλλα του. Έτσι άρχιζαν οι μαζωχτάδες να μαζεύουν με τη σειρά τα καπνόφυλλα, χέρια, χέρια όπως τα ’λεγαν.
Εκείνη την εποχή του μαζώματος, όλο το χωριό ήταν στο πόδι!
Οι μαζωχτάδες κινούσαν νύχτα-νύχτα, στις τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα για τα καπνοχώραφα. Φορούσαν τα πιο παλιά ρούχα που είχαν, γιατί καταστρέφονταν από το χώμα και την κόλλα του καπνού, για να πάνε να μαζέψουν. Οι γυναίκες μεταμορφώνονταν σε γύφτισσες με τα μακριά φουστάνια, τις ποδιές ζωσμένες στη μέση, τα τσεμπέρια στο κεφάλι, τις κάλτσες τις «χουλαχού», τα παλιοπάπουτσα στα πόδια και το σακούλι με το ψωμοτύρι και το νερό στον ώμο…
Και οι άντρες με παλιά πουκάμισα και μπλούζες ξεθωριασμένες, με σακάκια στους ώμους για το κρύο, φθαρμένα παντελόνια, χοντροπάπουτσα στα πόδια και καπέλα για τον ήλιο του μεσημεριού, ήταν αγνώριστοι…
Σαν έβλεπες αυτές τις φιγούρες μέσα στα παλιόρουχα με τους πιο τρελούς συνδυασμούς σχεδίων και χρωμάτων (σαν τον Ταμτάκο της ταινίας) να γυρνάνε απ’ τα καπνοχώραφα , το γέλιο που μόλις έσκαγε αθέλητα στα χείλη, πάγωνε στη σκέψη, ότι αυτοί είναι οι άνθρωποι του μόχθου, οι ήρωες της καθημερινότητας!...
Φωνές ακούγονταν στις αυλές και στις γειτονιές όταν ξεκινούσαν για δουλειά και ο θόρυβος απ’ τα συμπράγκαλα» που κουβαλούσαν μαζί τους: κοφίνια, σακούλια, τσόλια, φαναράκια…καθώς κι ο ρυθμικός ήχος από τα πέταλα των ζώων στα σοκάκια, απλωνόταν παντού.

Ήταν πίσσα σκοτάδι όταν δεν είχε φεγγάρι, γι’ αυτό έπαιρναν τα φαναράκια μαζί τους να φωτίζουν. Αν και στα σκοτεινά κι ακόμα και με κλειστά μάτια, ήξεραν οι μαζωχτάδες  να μαζεύουν τα καπνόφυλλα. Άρχιζαν από κάτω και προχωρούσαν μέχρι την κορυφή. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο…χέρι.
Αχ! αυτό το πεντάφυλλο! Ήταν «χτικιό» αυτό το φύλλο. Τα χέρια σχίζονταν από τις μπλάνες και τις πέτρες, γι’ αυτό φρόντιζαν να τα δένουν με πανιά ή να φοράνε κάλτσες παλιές αντί για γάντια! Υπήρχε κι ο φόβος μην τους τσιμπήσει κανένα φίδι, καμιά αράχνη ή κανένας σκορπιός! Δεν έλειπαν και τέτοια περιστατικά αραιά ευτυχώς…
Μάζευαν τα φύλλα στην ποδιά τους ή στην αγκαλιά τους, αν ήταν μεγάλα. Και τα άδειαζαν στα κοφίνια ή τα πόστιαζαν εδώ κι εκεί ανάμεσα στις αυλακιές όταν μαζεύονταν πολλά. Από κει οι άντρες τα μάζευαν και τα στοίβαζαν με προσοχή μέσα στα μεγάλα κοφίνια, πριν τα δει ο ήλιος και τα μαράνει.
Όλοι δούλευαν γρήγορα-γρήγορα σα μηχανές, για να τελειώσουν πριν βγει ο ήλιος, γιατί τότε ο καπνός μαραίνεται και τα φύλλα του δεν σπάζουν εύκολα, αλλά και οι ίδιοι αποκάμνουν από τη ζέστη.
Τέτοια εποχή ο ήλιος «βαράει κατακέφαλα» τους άκουγες να λένε. Στο μάζεμα οι γυναίκες ήταν ασυναγώνιστες! Τακ-τακ έσπαζαν τα φύλλα με τα δάχτυλά τους και προχωρούσαν, τακ-τακ με δεξιοτεχνία κι όλο τακ-τακ…για να τελειώσουν τα αυλάκια του καπνού.

Κι όταν πια είχαν γεμίσει τα κοφίνια ή τα τσόλια κι ο ήλιος τους είχε καλημερίσει για καλά, φόρτωναν στα ζώα τα κοφίνια και γύριζαν σπίτι, εξαντλημένοι από την κούραση…Πρώτα-πρώτα ξεφόρτωναν τα ζώα, άφηναν στον ίσκιο τα κοφίνια κι έπαιρναν νερό και πράσινο σαπούνι για να πλύνουν πολύ καλά τα χέρια τους, που ήταν μαύρα απ’ το χώμα και την κόλλα του καπνού.
Κι ύστερα αφού έτρωγαν λίγο ψωμοτύρι ή κάνα πιάτο γάλα απ’ τη γίδα τους, στρώνονταν στο αρμάθιασμa με την ατσάλινη βελόνα. Τότε δεν υπήρχαν μηχανές. Στο αριστερό τους χέρι κρατούσαν τη βελόνα και με το δεξί έσπρωχναν ένα-ένα τα φύλλα του καπνού. Κι όταν γέμιζε η βελόνα την άδειαζαν στο σπάγγο που είχαν δέσει στο πίσω μέρος της που είχε μια τρύπα. Κι έτσι έκαναν τις αρμάθες. Όταν γέμιζε ο σπάγγος έδεναν στις δύο άκρες του τις αγκλίτσες και τις κρεμούσαν μετά στα κρεβάτια για να λιαστούν. Έπρεπε να ξεραθούν και να πάρουν ένα ωραίο χρώμα για να αρέσει στον έμπορα. Να γίνουν «λίρα», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά.

Τα χέρια στο αρμάθιασμα μαυρίζουν πάλι κι οι μπλούζες των ανδρών κι οι ρόμπες των γυναικών στο στήθος αριστερά γίνονταν κατάμαυρες από την κόλλα του καπνού! Κι αυτό το σκύψιμο όλη μέρα να «σουφλάς» τα φύλλα στο κοτσάνι ψηλά, ένα-ένα, μέχρι ν’ αδειάσει η στοίβα ήταν πολύ κουραστικό!
Είχε βέβαια ένα μεγάλο διάλειμμα για φαγητό το μεσημέρι. Συνήθως δροσιστικό και κύριο πιάτο ήταν η ντοματοσαλάτα, με ολόφρεσκες ντομάτες και κρεμμύδια από τον κήπο. Αλλά και κολοκυθοπατάτες και γεμιστά και μπριάμ ήταν τα συνηθισμένα φαγητά της εποχής. Και το καρπούζι που το ‘φερναν οι πλανόδιοι μανάβηδες στο χωριό και το έτρωγαν κρατώντας το με τη φλούδα για να μην πικρίζει απ’ τα χέρια τους, ήταν γλυκύτατο τότε! Φυσικά σε κάποιο άλλο διάλειμμα γεύονταν το εύκολο και φθηνό γλύκισμα: το υπέροχο υποβρύχιο, τη γνωστή μας βανίλια με μπόλικο νεράκι για να δροσιστούν.
Εκτός από τις γλυκές γεύσεις, υπήρχαν κι άλλα καλά τότε: Υπήρχε αυτή η συντροφικότητα, το κουβεντολόι, τα καλαμπούρια, τα παραμύθια και τα τραγούδια!  Παρόλη την κούραση και τα ξενύχτια τους, οι άνθρωποι συζητούσαν, αστειεύονταν, έλεγαν ιστορίες και ανέκδοτα με τις ώρες, εκεί στον ίσκιο κάτω από το τσαρδάκι ή στην αποθήκη αργότερα. 
 Ωραίες θύμησες αυτές! Γλυκές και πικρές μαζί, σαν την πίκρα του καπνού που αρμαθιάζαμε τότε και σαν την γλύκα όλης της οικογένειας που ήταν μαζεμένη ολόγυρά του…
Κι όταν τέλειωνε κάποτε η στοίβα του καπνού, σηκώνονταν και πήγαιναν να δώσουν ένα χέρι βοηθείας στο γείτονα, που δεν είχε τελειώσει ακόμα. Υπήρχε βλέπετε η αλληλεγγύη τότε στα χωριά. Ο ένας βοηθούσε τον άλλο, έτσι ήταν κάποτε…
 Αργά το βράδυ όταν τελείωναν πια αποκαμωμένοι, οι άνδρες έτρεχαν να περιποιηθούν τα ζώα  και οι γυναίκες να κάμουν τις δουλειές του σπιτιού: να σκουπίσουν, να συγυρίσουν τα δωμάτια, να βάλουν κάτι στην κατσαρόλα να βράσει.
Δύσκολα χρόνια.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν δούλευαν οχτάωρο, δε μετρούσαν καν τις ώρες τότε! Από νύχτα σε νύχτα στη δουλειά. Λίγες ώρες ήταν ο ύπνος τους. Κι απορούσε κανείς με τόση κούραση κι αϋπνία πως έβρισκαν τη διάθεση για κουβεντολόι και καλαμπούρια. 
Είναι αξιοθαύμαστη αυτή η γενιά, η γενιά των γονιών μας.
  Αξίζει το σεβασμό και την αγάπη μας!


Μαρία Αγγέλη
Φιλόλογος

7 σχόλια:

  1. Τα λόγια είναι περιττά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι να πει κανείς για τις "εικόνες", τις "μυρωδιές" που μας ξαναφέρνεις στην επιφάνεια με κάθε σου post!!!
    Συνέχισε έτσι καλή μου, είσαι όαση πράγματι στις μαύρες μέρες που ζούμε. Τουλάχιστον να έχουμε κάτι να διαβάζουμε με ευχαρίστηση.
    Σε ευχαριστούμε πολύ για όλα όασα μας προσφέρεις.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Παναγιά μου, τι μας θύμισες απόψε!!!
    Τι έχουμε περάσει με αυτό το "πικρό βοτάνι". Δεν ευχαριστηθήκαμε παιδικά καλοκαίρια, δεν ευχαριστηθήκαμε φοιτητικά καλοκαίρια.
    Και οι γονείς μας, μέσα στα χωράφια μιά ζωή. Να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα σπουδάσουν, κι αργότερα να τα βοηθάνε να ορθοποδήσουν στη ζωή με αυτό το "πικρό βοτάνι". Χτίκιασαν...

    Με συγκίνησες!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. "Εκτός από τις γλυκές γεύσεις, υπήρχαν κι άλλα καλά τότε: Υπήρχε αυτή η συντροφικότητα, το κουβεντολόι, τα καλαμπούρια, τα παραμύθια και τα τραγούδια!"

    Μα υπάρχουν, ακόμα και σήμερα, αυτά. Τα ζω συχνά στο "Αγρίνιο γλυκές μνήμες". Να είσαι καλά Γίτσα μου, να συνεχίσεις μας τα δίνεις απλόχερα.
    Την καλησπέρα μου και την αγάπη μου.
    Καλή δύναμη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Εξαιρετική η "ανατομία" της Καπνόριζας Γίτσα μου,μιας αγροτικής καλλιέργειας που χάθηκε κι αυτή στο βωμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
    Μπράβο και στην κυρία φιλόλογο που την έγραψε και σε σένα που τη δημοσιεύεις και ξαναξύνεις μνήμες και πληγές!
    Αυτή ακριβώς ήταν η ζωή των γονιών μας αλλά και πολλών από μας μέχρι και τα εφηβικά μας χρόνια.Πολύ κούραση,πολύ μαυρίλα,βάρβαρα ωράρια και συνθήκες εργασίας κι όλα εξαρτώνταν από το έλεος του Θεού (μιά καταιγίδα ή ένα χαλάζι κατέστρεφαν τη σοδειά της χρονιάς) αλλά ήταν όμορφα ρε παιδάκι μου,δεν υπήρχε η σημερινή δυστυχία.

    Υ.Γ.:Εκεί που η κυρία Αγγέλη γράφει "πεντάφυλλο" εννοεί το πατόφυλλο.Ηταν τα κάτω κάτω φύλλα της καπνόριζας,αυτά που ακουμπούσαν στο χώμα κι έκαναν πολύ δύσκολο το μάζεμα.Επίσης το πατόφυλλο ήταν κατώτερης ποιότητας από τα υπόλοιπα "χέρια"!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Συγκίνηση για αυτό το λαό, το βιοπαλαιστή, το σκληρά δοκιμαζόμενο, που παράγει όλα τα πλούτη και τα αγαθά και εισπράττει πόνο, πίκρα και βάσανα.
    Να είσαι καλά για όλα όσα μας υπενθυμίζεις...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. αυτοί είναι οι άνθρωποι του μόχθου, οι ήρωες της καθημερινότητας!...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Αν έχετε περισσότερες πληροφορίες για τα θέματά μας, καθώς και διορθώσεις ( "ουδείς αλάνθαστος...."), γράψτε μας στο gitsanas@gmail.com

Στείλτε μας και δικές σας σκέψεις, φωτογραφίες, κείμενά σας, ποιήματα στο gitsanas@gmail.com