Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Καπράλος Χρήστος 1909-1993


Ο Χρήστος Καπράλος γεννήθηκε στο Παναιτώλιο (Μουσταφούλι) το 1909.
Από το elia.org.gr

Ήταν ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες του 20ού αιώνα, ιδίως σε ό,τι αφορά τον μοντερνισμό στην Ελλάδα.
Ήταν γιός αγροτικής οικογένειας. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με τη βοήθεια των Αγρινιωτών αδελφών Παπαστράτου και συνέχισε σπουδάζοντας γλυπτική στο Παρίσι.
Επέστρεψε στην Ελλάδα, στο Παναιτώλιο το 1940.
Το 1946 μετακινήθηκε στην Αθήνα και μετέπειτα στην Αίγινα, όπου έστησε το 1963 το δικό του εργαστήριο. 
Λεπτομέρειες από το έργο του Χρήστου Καπράλου «Μνημείο της Πίνδου»
Αποκλεισμένος στο χωριό του, το Παναιτώλιο, δούλεψε στον γύψο από το 1940 έως το 1945, την έκτη ενότητα της ανάγλυφης ζωφόρου για το Μνημείο της Μάχης της Πίνδου. Η ζωφόρος, εμβατήριο και μαζί ραψωδία της ιστορίας του νεότερου Ελληνισμού, μεταφέρθηκε από τον γλύπτη σε πωρόλιθο, στην Αίγινα, τα χρόνια 1952–1956. Σήμερα το έργο βρίσκεται στο περιστύλιο της Βουλής των Ελλήνων.
Το έργο του Καπράλου είναι έντονα ανθρωποκεντρικό με εμπνεύσεις και από την αρχαία ελληνική τέχνη και μυθολογία. Οι δημιουργίες του παρουσιάστηκαν σε πολλές εκθέσεις όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Στο Αγρίνιο, από το 1996 λειτουργεί μόνιμη έκθεση γλυπτών του στην «Αίθουσα Τέχνης Καπράλου» που βρίσκεται στο κτίριο της Παπαστρατείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης. 
Η συλλογή αυτή αποτελείται από 60 έργα μικρού και μεγάλου μεγέθους, τα οποία ο καλλιτέχνης φιλοτέχνησε από την αρχή της καριέρας του, το 1930, έως το 1956. 
Η μάνα

Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα έργα:
Φιγούρα (1951)
Η αδελφή του Μελπομένη (1940-1945)
Kazuo Kikuchi (ο Ιάπωνας συμμαθητής του στο Παρίσι, 1937) και 
Χριστόφορος (1940-1945).
Χάλκινα έργα που δημιούργησε στην Αθήνα από το 1960 έως το 1993, στο προσωπικό του χυτήριο, φυλάσσονται στο εργαστήριο του στην οδό Τρίπου 7 στο Κουκάκι. Επίσης, στην Αίγινα, όπου δούλευε τα καλοκαίρια, λειτουργεί το «Μουσείο Χρήστου Καπράλου» αποτελούμενο από έξι εργαστήρια, στα οποία εκτίθεται όλη η δουλειά του καλλιτέχνη που δημιούργησε στην Αίγινα  τα καλοκαίρια από το 1963 μέχρι τον θάνατό του.
Πέθανε το 1993.

Ειδικά για τον γλύπτη Καπράλο, ο ακαδημαϊκός Χρ. Χρήστου έγραψε:
"Σπουδές στη ζωγραφική και απασχόληση με τη γλυπτική, η αφομοίωση των κατακτήσεων του παρελθόντος και η ερμηνεία του παρόντος, ρεαλιστικές προσπάθειες, συνομιλία με την πραγματικότητα, το μνημείο της μάχης της Πίνδου, πέρασμα από το ατομικό στο συλλογικό, κεραμικά και αξιοποίηση του τυχαίου, με τις πέτρες της θάλασσας, εργασίες σε μολύβι και χαλκό, μετάβαση από το τοπικό στο πανανθρώπινο, τα ανθρωπόμορφα αντικείμενα, μνημειακές μορφές που δίνουν νέες διαστάσεις σε προαιώνιους μύθους και εκφράζουν σύγχρονες ανησυχίες".

"Ο Καπράλος είναι μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της πλαστικής του 20ου αιώνα. Ένας από τούς γλύπτες που κατορθώνουν να δώσουν μιά νέα ερμηνεία του ανθρώπου και του κόσμου".

"Τα χάλκινα έργα του Καπράλου μεταβάλλονται σε καθολικά σύμβολα και υποβάλλουν τις ίδιες τις δυνάμεις της ζωής, κοσμογονικές και καταστροφικές".



Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Β΄ Γυμνάσιο Θηλέων


1978



1979

Γυμνάστρια η κ. Τουραντζόγλου


Κι εδώ την αναφορά των ονομάτων την αφήνω σε εσάς....


=


Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Έτος Κτίσεως 1868...


...του Αγρινιώτη Πάνου Καπώνη.


Έτος κτίσεως 1868
 
Άυλη οριζόντια γραμμή
αιχμή στη ζωή μου
πέρα απ’ την πατρώα γη
ενσωματωμένη στους χοντρούς τοίχους
της γέννησής μου
στην γκρίζα αιτωλική πέτρα.
Είναι μακριά, πολύ μακριά ο τόπος μου
δυτικά του δρόμου με τη σκόνη
ανάμεσα στις λίμνες
και σε κάδους σταριού.
 
Κι εγώ επιμένω στη ζεύξη του ονείρου
των κρυφών ερμαρίων
της οδού Δωριμάχου
λαό των πορφυρών κιλιμιών
της λόντζας.
 
 
 
Επιμένω στην παλιά φωτογραφία
πάνω απ’ το τζάκι
στις πουτάνες της λιμνοθάλασσας
και τα πέντε φανάρια της πλατείας,
Επιμένω ακόμη σ’ αυτό το αίμα
που τρέχει κάθε μέρα στο κόκκινο
του ορίζοντα.
Επιμένω στο σωτήριο έτος 1868
σαν προβολή στην ομίχλη
του μέλλοντός μου.
Αγρίνιο, Πάσχα 2002
Από τη συλλογή «Σπινθήρες καλωδίου», 2009
 
 
Ποίημα δημοσιευμένο στο περιοδικό ΠΑΡΟΥΣΙΑ, τεύχος 29, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2004.

http://logos.caponis.gr/

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Οι παλιοί συμμαθητές μου...


...ΤΟΥ ΕΥΑΓ. ΣΠΥΡΟΥ


Οι παλιοί συμμαθητές μου
Μια Αγρινιώτικη συνεικόνα

Έστιν ουν τραγωδία μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις δρώντων και ου δι απαγγελίας, δι ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. 
(Αριστοτέλης)

Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε κάτι που μου έδωσε απάντηση στο γιατί δεν θυμόμουνα πολλές λεπτομέρειες απ τη ζωή με τους συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο (6 τάξεις) Αγρινίου τις χρονιές 1960 - 1966. Έγραψε: «Με την κάθε μέρα που ζούμε γινόμαστε άθελά μας εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες που γεννάει το μέσα μας ασήμαντον. Όποιος δεν έτυχε να δει ποτέ του με πόση γοργάδα και χάρη ανεβοκατεβαίνει μέρα νύχτα και συναποκομίζει από το έδαφος άπειρα μικροπραγματάκια, σποράκια, πετρίτσς, φυλλαράκια, πευκοβελόνες, άχυρα και πούπουλα, μια μητέρα νεοσσών, ώστε να μπορέσει να στεγάσει τα παιδιά της. όποιος δεν ξύπνησε τ' άλλο πρωί να βρει μια φωλιά στο γείσο της ταράτσας του και να σαστίσει απ' αυτό το στιγμιαίο μήνυμα ζωής και μαγικής μαστοριάς, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει πώς με το ίδιο τιποτένιο υλικό, αποκόμματα εικονογραφημένων περιοδικών, κάποτε και βιβλίων, μπορεί να φτάσει κανείς με μια ανάλογη μαγική μαστοριά στην τεχνική της συνεικόνας…» (Συνεικόνα - κολάζ).

 
«Εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες» φτάσαμε οι παλιοί συμμαθητές μου κι εγώ στο Αγρίνιο, σαράντα χρόνια μετά το 1966, όταν πήραμε απολυτήριο εξαταξίου Γυμνασίου Αρρένων Αγρινίου, στα Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια, για να ξαναθυμηθούμε αυτό «που ήμασταν τότε». Μια συνεικόνα, ένα περίεργο κολάζ, ένα δύσκολο παζλ…
Σφίγγαμε τα χέρια, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο αμήχανα, φιλιόμασταν και παίρναμε τα μονοπάτια των ρυτίδων ή τις κατηφοριές των άσπρων κροτάφων και μαλλιών να θυμηθούμε κάτι, να πιαστούμε σε μια λέξη, μια κίνηση, μια ματιά, μια έκφραση που σαν πόρτες περίμεναν ν' ανοίξουμε και με μιας να δούμε το 1960, το 1964, το 1966… Εκεί μεταξύ (1960 - 1966) καθώς τις Κυριακές παίζαμε μπάλα στις αλάνες, πρωτακούσαμε τραγούδια που άφησαν εποχή κάτι σαν μουσική υπόκρουση στο έργο της ζωής μας. Ήταν το 1966 όταν πρωτοτραγουδήσαμε «Τον τρόπο» των Olympians με τον Πασχάλη, το «Αν σ' αρνηθώ αγάπη μου» 1961, το «Ανέβα στο τραπέζι μου» το 1962, το «Άπονη ζωή» το 1963, «Το αστέρι του Βοριά» το 64, το «Βράχο - βράχο τον καημό μου» το 1961, το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» το 1961, τις «Δέκα Συμβουλές» το 1963, το «Δεν έχω παλάτια και λεφτά το 1963, τη «Δραπετσώνα» το 1961, το «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά» το 1963, το «Ένα αστέρι πέφτει - πέφτει» το 1965, το «Ένα το χελιδόνι» το 1964, το «Κάθε λιμάνι και καημός» το 1963, το «Μαντολίνο» του Χατζιδάκι και το «Μαργαρίτα - Μαργαρώ» το 1961, το «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» το 1960, το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» το 1960, το «Μέσα σ' αυτή τη βάρκα» με τη Βουγιουκλάκη, το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» το 1964, το «Τα παιδιά του Πειραιά» με τη Μελίνα, το «Περασμένες μου αγάπες» το 1960, το «Πες μου μια λέξη» με τον Χορν, την «Προσευχή» το 1962 με τον Ζαγοραίο, το «Στην ποταμιά σωπαίνει το κανόνι» το 1965, το «Στης Λαρίσης το ποτάμι» το 1962, «Το περιγιάλι το κρυφό» το 1961, το «Στον ουρανό είναι ένα αστέρι» το 1966, το «Η συννεφούλα» το 1966, το «Του Βοτανικού ο μάγκας» το 1962, το «Τα τρένα που φύγαν» κ.ά… Ακούσαμε για πρώτη φορά ό,τι καλύτερο εμπνεύστηκε για αγώνες και ζωή ο Μίκης Θεοδωράκης και ό,τι ωραίο, ερωτικό και ρομαντικό ο Μάνος Χατζιδάκις…
Ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου, που δείχνουν ακόμα στην TV, πρωτοείδαμε με τους συμμαθητές μου στο ΑΤΤΙΚΟΝ, στο ΡΙΑΛΤΟ, στο ΠΑΝΘΕΟΝ, στο ΕΛΛΗΝΙΣ, στο ΠΑΛΛΑΣ… 
Τέλος, το 1959 είδαμε τον «Ηλία του 16ου» με τον Κ. Χατζηχρήστο, το 1963 τον «Ίλιγγο» με την Ζωή Λάσκαρη, το 1965 είδαμε «Το χώμα που βάφτηκε κόκκινο» με τον Ν. Κούρκουλο και τον Βόγλη, την «Ηλέκτρα» το 1962, «Τα κόκκινα φανάρια» το 1963, το «Η γυνή να φοβάται τον άνδρα» το 1965 με την Μάρω Κοντού και τον Γ. Κωνσταντίνου, «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» κ.ά.
Ακολουθήσαμε επιταφίους ως την πλατεία Μπέλλου - Δημοκρατίας για να δούμε τα Χαλκούνια, από την Αγία Τριάδα - Ντούτσαγα, από τον Άγιο Χριστόφορο με τον Παπαποστόλη, από την Παναγία, από τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Δημήτριο, τον Άγιο Κωνσταντίνο…
Δεν μπορώ να πάρω τα πράγματα με τη σειρά, και πώς να χωρέσω τόσες ζωές σε λίγες σελίδες! Θραύσματα εικόνων σ' ένα περίεργο κολάζ, με τίτλο «Η μαθητική ζωή μου στο Αγρίνιο» τριγυρνούσαν γύρω μου απ την ημέρα που ο Α. Τσώκος με τον Βασίλη Τσαμπόκα τηλεφώνησαν για να κατέβω στη συνάντηση στις 5 Νοεμβρίου 2006.
Δεν ήταν μόνο σκηνές απ' το Γυμνάσιο. Ήταν και από το Δημοτικό. 
Ίσως κάποιοι άλλοι να βλέπουν πράγματα που μοιάζουν ή και να μη λένε τίποτε γι αυτούς.
Για μένα και τους συμμαθητές μου, η ζωή στο Σχολείο και στο Γυμνάσιο ήταν πολλά μαζί πέραν της Σχολικής θητείας.
Δεν είχαμε σχολικά λεωφορεία. Ζούσαμε πολλοί μαζί σ' ένα μικρό χώρο.
Ήταν οι δρόμοι, τα πρόσωπα, οι αλάνες οι γειτονιές. Γειτονιά Αγίας Τριάδος, γειτονιά Ντούτσαγα, γειτονιές Αγίου Γεωργίου, γειτονιά στον Άγιο Κωνσταντίνο, στην Ερυθραία, στα Καραπανέικα, στην Αγία Βαρβάρα και Γαλανή, στον Άγιο Δημήτριο, στην Παναγία, στον παλιό Άγιο Χριστόφορο, στο Πάρκο Βασιλέως Κωνσταντίνου, στο κέντρο, στο Νοσοκομείο, στα δυο Ρέματα, στα Κλεπαΐτικα, στις καπναποθήκες Παπαπέτρου, στο τρένο, στη Ρουπακιά, στου Μέντα, στο Μουσταφούλι, στην οδό Καρπενησίου, στο γήπεδο Παναιτωλικού...
Ήταν οι μπάλες και τα τόπια. Πάνινες, νάιλον, μικρές και μεγάλες, που βόλευαν στα στριφτά -εσωτερικά ή εξωτερικά σουτ. Οι ποδοσφαιρικές που φουσκώναμε στα βενζινάδικα. Ήταν τα «κουρσούμια» από τα ρουλεμάν που φτιάχναμε τα πατίνια, τα «γκαζάκια» - γυαλένιες, βόλοι από γυαλί, βόλοι πήλινοι. Παίζαμε ποδόσφαιρο, «μπαμ - μπαμ», μπιζ βόλους, «κακαβάκια», -μια, δυο, τρεις, φωτογραφίες ηθοποιών και ποδοσφαιριστών χάρτινες ή από τσίγκο στρογγυλές, μακριά γαϊδούρα, κρυφτό, κυνηγητό, φτιάχναμε «λάστιχα» (σφεντόνες), (με το λάστιχο από τα μαύρα σώβρακα), ανεβαίναμε σε δέντρα, πετάγαμε «τρίγωνα», χαλκούνια, «τράκα-τρούκες»και βαρελότα. Κοιτάζαμε τα κορίτσια που έπαιζαν σχοινάκι, κουτσό, «γκέο βαγκέο», «κουμπάρες» και «Δεν περνάς κυρά Μαρία». 
Στις γειτονιές προλάβαμε που πούλαγαν γάλα και γιαούρτι, νερό Κορπής, ψάρια απ τα Αμπάρια, τσουρούκλες, ντομάτες και σύκα απ' το Παναιτώλιο και πορτοκάλια απ' το Ντογρή. Για δοκάρια βάζαμε μεγάλες πέτρες δεξιά - αριστερά ή σωρό από μικρές πέτρες, που κάποτε τσακωνόμαστε και σπάγαμε κεφάλια... Σχεδόν όλοι είχαμε «πετριές» - σημάδια - στα κουρεμένα κεφάλια μας. 
Γύφτοι πούλαγαν καρπούζια, χαλιά, κατσαρόλες, σούβλες... Δοσατζήδες πέρναγαν για δόσεις. Προλάβαμε ψυγεία με πάγο. Λευκά είδη, σεντόνια πετσέτες πούλαγαν πλανόδιοι, που θύμιζαν Νίκο Σταυρίδη, Θανάση Βέγγο, Βασίλη Αυλωνίτη, Μίμη Φωτόπουλο. Πετάγαμε αετούς που φτιάχναμε μόνοι μας απ' το χαρτί ώς τα ζύγια. 
Τις Κυριακές τρώγαμε παστέλια, καραμέλες, μήλα - καραμέλα κόκκινη, σάμαλι, μπακλαβά, ριβανί, από τον ταβλά του Μπαριάμη, και στον Καραγκιόζη ή το γήπεδο αγοράζαμε πασατέμπο απ' τον Χρόνη που όλη μέρα φώναζε «για σεφτέ κανένας!» ή «πάρτε διαόλοι βάγια» και τον Πάνο... και τον Ξανθό με το άσπρο... Άλλοι πήγαιναν στον Σιάτρα ή την Παναθιώνια ή τον Γκουρνέλο, ή τον Ματραλή ή τον Γαϊτάνη ή τον Ζήνα ή τον Ζυγούρη για «κωκ» ή πάστα ή σεράνο στην πλατεία Μπέλλου - Δημοκρατίας, ενώ στην επάνω πλατεία Στράτου πήγαιναν εργάτες και οικοδόμοι στα καφενεία τα γεμάτα φασαρία και καπνό.
Πολλοί συμμαθητές μου δούλευαν μετά το Σχολείο σε κουρεία, υποδηματοποιεία, σε εμπορικά και στις οικοδομές. Δούλεψα κι εγώ.
Τις Κυριακές πηγαίναμε εκκλησία και κάποιοι πήγαιναν σε ομάδες και κατηχητικά, στον «Σωτήρα»στους Αγίους Αναργύρους, με τον π. Βενέδικτο και Σκαρμόγιαννη και άλλοι στη «Ζωή» κοντά στην πλατεία Μπέλλου, ευθεία στο «Ακροπόλ» με τον Ανδρέα Κωστακιώτη και τον Δημ. Φερέ (Θεόκλητο Πεντέλης). 
Το καλοκαίρι ξαναμοιράζονταν μερικοί στο βουνό στον Άγιο Βλάση και άλλοι στη θάλασσα στη Ρίζα Αντιρρίου. Τα πρωινά στα Σχολεία και Γυμνάσια κάναμε προσευχή και ψέλναμε το «Συ που κόσμους κυβερνάς» ή το «Χριστός Ανέστη».
Είχε και κάρα με άλογο το Αγρίνιο τον μπάρμπα- Χαράλαμπο πρόλαβα, που έκανε μεταφορές και καθόταν στα Πλατάνια. Είχε και κομμουνιστές, που διάβαζαν «Αυγή», και «εθνικιστές» και αντιστασιακούς και καταδότες και χωροφύλακες και φυλακές και αεροδρόμιο. Στο κουρείο που δούλευα είχα μάθει να ακούω και να κρατάω ό,τι μου κάνει καλό. Θυμάμαι πόσο γλυκά μου μίλαγε ο γείτονας κομμουνιστής, ο Χριστόφορος Ζαχείλας, που συνέχεια τον κυνηγούσαν και τον φυλάκιζαν για τις ιδέες του... ,Θεός σχωρέστον, λίγοι ήξεραν το νόημα των λόγων του.
Κάποτε μ' έστειλε ο πατέρας μου να αγοράσω τσιγάρα χύμα «ΕΘΝΟΣ» (τότε έπαιρνε 3 τσιγάρα ή 5 τσιγάρα από κούτες, όχι πακέτα όπως σήμερα) και τον είδα που διάβαζε... «Γεια σου, κύριε Χριστόφορε», του είπα. Χαμογέλασε. Το δωμάτιό του ήταν στη συνέχεια μιας αυλής με δέκα οικογένειες και τρεις κοινές τουαλέτες, όπου έμενε η οικογένειά μου, όπως κι άλλες στο Αγρίνιο. Το 1967 τον έστειλαν εξορία και φυλακή. Δεν τον ξανάδα. Στη «συνεικόνα» του Αγρινίου είναι δίπλα από τους καθηγητές μου παπάδες και ευεργέτες -αφεντικά μου στα μαγαζιά που δούλευα - τον Γιώργο Καλύβα - κουρέα, τον Κώστα Τσιρώνη - μανάβη, τον Χρήστο Καπελάκη - κουρέα, τον Νίκο Βαρεμένο - κουρέα, τον Γιώργο Μπίκα - υποδηματά, τον Γιώργο Οικονομίδη - ψητοπώλη, τον Περικλή Μαριάμη - καραμελοποιό με ταβλά, τον πατέρα μου οικοδόμο κ.ά. Ο πατέρας μου ήταν αναγκασμένος να «κρύβεται»πολιτικά. Είχε εφταμελή οικογένεια να θρέψει σ ένα δωμάτιο. Έκανε μεροκάματα και «μερεμέτια». Κάποια Πρωτομαγιά στο Εργατικό Κέντρο Αγρινίου, μίλησε για τα δικαιώματα των οικοδόμων και τρόμαξε η μάνα μου να τον βγάλει απ τα κρατητήρια που τον «μπαγλάρωσαν» αυθημερόν.
Θυμάμαι και μια μεγάλη φωτιά σε καπναποθήκες, που έκαιγε μια βδομάδα εκεί στην οδό Μπαϊμπά. Θυμάμαι και συμμαθητές μου που κοιτάζαμε μπροστά στους κινηματογράφους τα «ΠΡΟΣΕΧΩΣ» και τις γιγαντοαφίσες με την Άννα Φόνσου, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τη Ζωή Λάσκαρη, τη Βουγιουκλάκη.
Θυμάμαι ότι είχαμε όλοι παρατσούκλια και δεν λέγαμε γεια σου «Βαγγέλη» ή «Ανδρέα», αλλά γεια σου «Δεσπότη», «Γκαβέ», «Κεφάλα», «Κλάνα», «Τσιγαρά», «Βουτυρόπαιδο», «Xωριστράκια», «Χοντρέ», «Μπούνα», «Κορτάκια», «Γυαλάκια», «Πεινάλα»... Εμένα μ έλεγαν «Σελήμκα» και «Αρτινέ», Το«μαλάκα» εφευρέθηκε αργότερα...
Φροντιστήριο δεν πηγαίναμε τότε και όσοι πήγαιναν ήταν για «Αγγλικά». Πολλά παιδιά είχαν «πoδήλατo» και όπως έτρεχαν στις γειτονιές αισθάνονταν την υπέροχη μυρωδιά από μαγειρεμένα φαγητά και κυρίως μακαρόνια με κρέας, ή κρέας με πατάτες στο φούρνο. Δεν είχαμε πιστωτικές κάρτες, αλλά τον πρόγονό τους το «δεφτέρι» - μπλοκάκι που γράφαμε τα ψώνιο, το ψωμί και κάθε Σάββατο τα πλήρωνε όλα ο πατέρας. 
Τότε βγήκαν και τα πάρτι που πίναμε «βερμούτ» και «κονιάκ»και «μαυροδάφνη».
Οι πιο πολλοί πατεράδες μας ήταν εργάτες, οικοδόμοι και χαμηλών εισοδημάτων, είπε ο Ανδρέας Τσώκος και εμείς φτιάξαμε τα δικά μας τζάκια. Ο Βίτσας έβγαλε λόγο και ανέφερε ακόμα και όσους πέθαναν. Μας θύμισε αρκετές στιγμές μαθητικές και η «σφαλιάρα» που έφαγε ο Σπύρου από τον Κασσάρα, επειδή γέλασε στην αφήγηση του καθηγητή που έλεγε: «Μια φορά ήταν ένα παπόρι... και τι είναι ηθική; Κουκιά τρως, κουκιά είσαι… και πως ο Θεός είναι μεγάλος σαν το κτίριο...»! 
Ο Πατσιόπουλος ήταν πάντα «φιλόσοφος», Ο Γαλάνης πλακατζής, ο Τσιόλκας «αφασία», ο Μυστακίδης καλόκαρδος. Ο Βεντουράκης γλυκύτατος, ο Τσαμπόκας Βασίλης του Αναστασίου πάντα ενημερωμένος καλά, ο Ζυγούρης «καθηγητής», ο Δρακόπουλος «Ζυγός», ο Τριχόπουλος γελαστός, ο Στραβοδήμος οργανωτικός, ο Τσοβύλας δάσκαλος και σεμνός, ο Χατζάρας θετικός, ο Βοτσαΐτης του «άλματος στο τριπλούν», για τα πάντα ο Καρακώστας πάντα διαβασμένος.
Ομάδα μας εκτός από Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ήταν ο Παναιτωλικός. Δεν πληρώναμε εισιτήριο. Τότε ο μεγάλος που έβγαζε ένα εισιτήριο είχε δικαίωμα να πάρει κι ένα «μικρό». Πηγαίναμε πιο κάτω απ' το γήπεδο και όπου βλέπαμε «μοναχικό», λέγαμε «μπάρμπα θα με βάλεις μέσα;» και μπαίναμε μπροστά του... όταν έκοβε το εισιτήριο στην πόρτα του γηπέδου. Παναιτωλικός - Παναχαϊκή, Παναιτωλικός - Αναγέννηση Άρτας, Παναιτωλικός - Γιάννινα, Παναιτωλικός - Αίγιο γινότανε χαμός! 
Ποδοσφαιρικούς αγώνες ακούγαμε σ ένα περίπτερο «Παπαχρήστου» στην πλατεία Μπέλλου από τρανζιστοράκι -λίγοι είχαν ράδιο τότε. Αξέχαστο μου έμεινε το ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ - ΣΑΝΤΟΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ που το ακούσαμε και 100 άτομα γύρω - γύρω στα πλατάνια στο καφενείο«Κουφιόπουλου», που πούλαγε και πάγο μ' ένα τρίτροχο, με «κόντρα» για φρένα είχε και μεγάφωνο έξω από το μαγαζί.
Οι μάνες το Πάσχα άσπριζαν με ασβέστη το σπίτι πριν σουβλίσουν το αρνί, όλοι φτωχοί - πλούσιοι και πετούσαν «τρίγωνα» γύρω στα κάρβουνα...
Κάποιοι πατεράδες έδερναν με τη «ζωστήρα» του παντελονιού. Οι μάνες με βέργες το Χέρι (τσίμπημα) και το στόμα.
Όταν αρρωσταίναμε, μας έβαζαν ζεστό λάδι στο αφτί από το καντήλι και ενέσεις μας έκαναν κάποιες γειτόνισσες. Μας έριχναν και βεντούζες. Και μας «ξεμάτιαζαν» σβήνοντας κάρβουνα. Μας έστελναν κατασκηνώσεις να πάρουμε κιλά και μας ζύγιζαν πριν φύγουμε μ ένα χαρτονένιο κουτί NESTLE ή ΝΟΥΝΟΥ και τα «μπογαλάκια» μας μέσα. Κάτω - κάτω έβαλα μια φορά, για τη Μοκίστα στο Θέρμο με το ΠΙΚΠΑ, τον «Μικρό Ήρωα» και τα «Κλασικά Εικονογραφημένα». Πηγαίναμε σε «γιορτάσια» (όπου γιόρταζαν δηλαδή) για να πάρουμε γλυκό. Αναγνωρίζαμε ποιός είχε γιορτή από το αναμμένο φως και την ανοιχτή πόρτα. «Χρόνια Πολλά», μας έδιναν γλυκό και φεύγαμε...
Οι αυλές στις μονοκατοικίες είχαν λουλούδια - οι πολυκατοικίες τότε ξεκίναγαν, όταν τελειώναμε το Γυμνάσιο. Στο Αγρίνιο φύτευαν πολλές τριανταφυλλιές. Οι γυναίκες ήταν όμορφες τις Κυριακές και τα «φλερτ» πολλά. Απ τους συμμαθητές μου «ελάχιστοι» πέρασαν να «κάνουν πράξη», πριν την τελευταία τάξη και αν... στις διάφορες«ερωτοδουλειές» τους... 
«Κορίτσια»σε «σπίτια» δεν είχε το Αγρίνιο τότε. Ό,τι υπήρχε ήταν «έξω» από την πόλη... Όσοι από μας «ψιλοερωτευόμασταν» εξ αποστάσεως, χαιρόμασταν ν αλλάζουμε ματιές με νόημα στο δρόμο, στον κινηματογράφο, στο «κουρτινάκι που κουνιότανε» και στην εκκλησία όταν οι ψαλτάδες έλεγαν το «Αι γενεαί αι πάσαι»... Πέρναγε ο Επιτάφιος και για κάποιους ερωτευμένους άνθιζαν οι Πασχαλιές, ο Απρίλης και ο Μάιος με όλα τα λουλούδια του άγρια και ήμερα… στις φτωχογειτονιές με τα λασπόνερα, και τους στεγανούς βόθρους πριν μπουν στο δίκτυο του Δήμου...
Είχε και σφαιριστήρια και μπιλιάρδα που πήγαιναν όσοι είχαν καταχωρηθεί ως «αλήτες» και «παλιοπαρέες» από την κοινωνία της Καπνούπολης, με τους κυρίους τους «καθωσπρέπει», που ήταν από καλές οικογένειες που είχαν το «κατιτίς» τους, και τους εργάτες στα καπνά... Αυτοί έδιναν και ένα«βαντάκι» (ένα δέμα) στην εκκλησία για ευλογία... Τι να σου κάνανε και οι παπάδες; Τον εργάτη Γιώργο Σπύρου θα έβαζαν στην μαρμάρινη πλάκα ευεργετών; Έβαζαν δωρητές και ευεργέτες όσους είχαν χρώμα και μάλιστα«ευλογημένο».
Λοιπόν τι άλλο να πω; Για το τρένο που μας πήγαινε Κυριακές για μπάνιο στα Σταμνά Μεσολογγίου, για το πάρκο, για τον καθηγητή Κωσταρά, για τον Κασσάρα, για τον Γραβάνη, για τον Κωστακιώτη, για την Λανάρα, για τη δίδα Γαρουφαλή, για τον Σαββουλίδη, για τον Τσιρώνη, για τον Βλάχο, για τον Νικολακόπουλο, για τον Αναγνωστόπουλο, την Βαληνδρά, για τον Παπαθανασίου, για τον Χειμάρα, για τον Σύρρο, για τον Μαργέλο;
Εκείνο τον καιρό βάζαμε «μπριγιόλ» στα μαλλιά και λεμόνι για να στέκονται... Τα μικρότερα άφηναν «φούντα»και τα μεγαλύτερα φορούσαμε καπέλα με κουκουβάγια μπροστά. Περνάγαμε έξω από μεγάλες καπναποθήκες των Παπαστραταίων, του Παναγόπουλου, του Παπαπέτρου, με τους καπνεργάτες να «μυρίζουν» καπνίλα στο διάβα τους και να μιλάνε «συνδικαλιστικά» και για αγώνες. Ήταν πρωτοπόροι. 
Ονόματα μιλούνταν κάπου - κάπου και με διπλή σημασία μεταξύ ευεργεσίας και ερωτηματικών. Βλάμης, Ηλιού, Παναγόπουλος, Παπαστράτος, Κοντογιώργος, Μπαϊμπάς, Κατσάμπας, Στύλιος, Φαρμάκης. Στα κτήματά τους οι Βραχωρίτες δούλευαν «ήλιο με ήλιο»... Όμως αν δεν ήταν κι αυτοί θα ήταν χειρότερα τα πράγματα.
«Οι συμμαθητές μου πρόκοψαν όλοι», είπε ο Σπύρου στην TV ΑΧΕΛΩΟΣ που κάλυψε την εκδήλωση. Ήμασταν γενικώς προνομιούχοι. Είχαμε καλούς γονείς, δασκάλους και γειτονιές. Παίζαμε ελεύθερα και ανέμελα». Πριν μπούμε στην ομάδα της κοινωνίας είχαμε «ξεμπερδέψει» με το ποιος θα είναι αρχηγός και ποιος στρατιώτης.
Παρατήρησα ότι δεν αλλάξαμε σε τίποτα σαν χαρακτήρες. Οι λουφαδόροι, οι τεμπέληδες, οι εργατικοί, οι μάγκες, οι σπασίκλες, τα Χριστιανόπουλα, τα βουτυρόπαιδα, τα εργατάκια, οι γλύφτες, οι επαναστάτες, οι γκαμινάκηδες και τα παπαδάκια του χθες έτσι τα βρήκα και σήμερα. Θάλεγα πως η τάξη μου - ίσως να συμβαίνει με όλες «ξέσκισε» όλα τα πτυχία και τα συγγράμματα, που γράφτηκαν γύρω από το αν οι άνθρωποι γεννιούνται ή φτιάχνονται και τις θεωρίες περικαλλιέργειας και παιδείας, και χαρακτήρων και πού καταλήγουν το ένα ή το άλλο, και ότι μάλλον τσάμπα πήγε τόσο διάβασμα, αφού δεν αλλάξαμε το μέσα μας και πολύ. «Όλα είναι ένα ψέμα», που λέει και το τραγούδι.
Αλήθεια ήταν ότι έβλεπα τον Κασσιανό Πάστρα, τον Τσιρώνη, τον Ζωγανά, τον Γκούρνελο, τον Γούναρη, τον Καρακώστα, τον Νταρίλα, τον Ροκοπάνο, τον Καπετανάκη, τον Γεωργιάδη, τον Σταυρόπουλο Θεόδωρο και δεν πίστευα ότι έμειναν«τόσο ίδιοι»... Κάτι «σηματάκια» πρόσθεσαν στα στοιχεία ταυτότητος, όπως δικηγόρος, γιατρός, υπάλληλος υπουργείου, αρχιτέκτων, δάσκαλος, δημοσιογράφος, καθηγητής Πανεπιστημίου, φιλόλογος, εφοριακός, και κατά τα άλλα έμειναν ίδιοι... Πήγαν για λίγο να μου κρυφτούν, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Ίδιοι στο «μέσα» τους ο Πιστικός, ο Τσάκος, ο Στραβοδήμος, ο Τσαμπόκας Βασίλης του Δημητρίου, ο Σκαλτσάς, ο Βλάχος, ο Σοχωρίτης, ο Σχισμένος, ο Μαλλαϊνός, ο Μπούσγος, ο Ποσνακίδης, ο Μάλλιος, ο Νίτσε, ο Δημητριάδης, ο Γούναρης, ο Ζυγούρης, η Kρικοχωρίτη, ο Ζαμπαράς, ο Ιωαννάς, ο Καζαντζής, ο Παναγάτος, ο Φρόντζος. Από την τάξη μου βγήκαν και 4 - 5 ασφαλιστές και υπάλληλοι ασφαλιστικών εταιρειών.
Φεύγοντας ο ένας Τσαμπόκας, όχι ο άλλος ο Βασίλης, μου είπε: «Στείλε μου καμιά φωτογραφία από τα 40 χρόνια γιατί στα επόμενα, από τώρα στο λέω, δεν θα είμαι παρών...».
Ο Ιωαννάς δίπλα μου γέλασε. «Με ρώτησαν μερικοί πόσα παιδιά έχω και τους λέω, πώς να έχω, αφού δεν έχω γυναίκα. Ανύπαντρος είμαι στα 58 μου, θα χαθεί η σειρά...».
Πλάκα και ανεμελιά είχαν οι συμμαθητές μου στη συνάντηση «40 χρόνια μετά τα θρανία». Όπως τότε το 1960 - 1966, που τραγούδαγε η Βουγιουκλάκη στο «Χτυποκάρδια στα θρανία»και στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», «Ας ήταν η ζωή μας σαν και σήμερα και γαλανός ο ουρανός...», και τον «Γλάρο» απ' την «Αλίκη στο Ναυτικό» και το «Τράβα μπρος, κι όσα έρθουν κι όσα πάνε / τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε...».
Λίγες μέρες μετά το κείμενο αυτό έλαβα με φαξ μια κατάσταση με τα ονόματα των συμμαθητών μου: 63 στο Κλασικό Τμήμα, 43 από το Πρακτικό και 15 που είχαν φύγει τότε σε άλλα σχολεία. Κάποιοι από την κατάσταση λείπουν από τη ζωή. Τους μνημονεύσαμε.
Η τάξη μου έβγαλε καμιά δεκαπενταριά γιατρούς. Αν ο καθένας γιατρεύει τον πόνο 5-10 συνανθρώπων μας κάθε μέρα, τότε γιατρεύονται τουλάχιστον 100 την ημέρα. Αν βάλεις και τις καλοσύνες των υπολοίπων, δικαιούμαστε μια βράβευση από το Δήμο Αγρινίου και την τιμητική πλακέτα.
Περιμένουμε χειροκρότημα!
Ο παλιός συμμαθητής σας
Ευαγ. Σπύρου, εκδότης ΝΑΙ.

Υ.Γ.: Μην γκρινιάζετε που παρέλειψα πολλά. Είπαμε, δεν χωράνε στο χαρτί!
Όσοι θέλετε κι άλλες πληροφορίες διαβάστε το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Οι παλιοί συμμαθητές», Εκδόσεις Καστανιώτη. Τα έχει όλα, εκεί βρήκα κι εγώ πολλά απ' αυτά που έγραψα. 



Δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα "ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ".
 Ευχαριστώ τον φίλο Χρήστο Ζαχείλα που μας έστειλε το κείμενο.

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Η Βασίλισσα Φρειδερίκη...

...στο Αγρίνιο.
18 Μαΐου του 1956


Η βασίλισσα Φρειδερίκη συνοδευόμενη από την πριγκίπισσα Σοφία επισκέπτεται το Αγρίνιο.
Μπαίνουν στην πόλη με ανοιχτό αυτοκίνητο και πλήθος κόσμου δεξιά και αριστερά των σημαιοστολισμένων δρόμων τις υποδέχονται.





Οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται στην τριήμερη επίσκεψη της βασίλισσας Φρειδερίκης και της πρηγκίπισσας Σοφίας.









Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Παναιτωλικός 1926


Το πρώτο κτίσμα στο Γυμναστήριο του Γ.Σ. "ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ" και η πρώτη ταμπέλα του Συλλόγου.





Τα πρώτα Διοικητικά Συμβούλια του Παναιτωλικού.

Όρθιοι από αριστερά: 1ος ο Σωτ. Μαρκόπουλος, 2ος ο Τσιτσιμελής και 6ος ο Απόστολος Χαντζόπουλος.
Καθιστοί: 1ος ο Παπακώστας, 2ος ο Πολυμερίδης, 3ος ο Εμμ. Θεοδωρόπουλος και 4ος ο Γεώργιος Στύλιος.
Για τους υπόλοιπους δεν υπάρχουν στοιχεία.
Πίσω στο βάθος διακρίνονται το παλιό Γυμνάσιο και τα "Ζωτέικα".





Όρθιοι από αριστερά: 2ος ο Σκορδόπουλος, 3ος ο Παπαγαλάνης και 6ος ο Καραβάνας.
Καθιστοί: 2ος ο Κιρκιλέσης, 3ος ο Σωτ. Μαρκόπουλος, 4ος ο Εμμ. Θεοδωρόπουλος και 5ος ο Θανασούλης.
Πίσω διακρίνονται τα αποδυτήρια-παραπήγματα της Ομάδας.



Οι φωτογραφίες είναι του φωτογράφου "Ι. Ξυθάλης και Υιός".


Οι δύο φωτογραφίες είναι από το περιοδικό "ΡΙΖΑ" Αγρινιωτών και όπως αναφέρει στην λεζάντα και οι δύο φωτογραφίες είναι από το Αρχείο του δικηγόρου Χριστόδουλου Εμμ. Θεοδωρόπουλου με την ευγενική μεσολάβηση του δικηγόρου Γιώργου Πατζή.




9 Μαρτίου 1926 - Ίδρυση Παναιτωλικού


Ο Γυμναστικός Σύλλογος Αγρινίου "ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ", ιδρύθηκε την εποχή που το Αγρίνιο βρισκόταν σε αλματώδη οικονομική ανάπτυξη, λόγω της καλλιέργειας του καπνού στην περιοχή.
Συγκεκριμένα στις 9 Μαρτίου του 1926, ημέρα Τρίτη και ώρα 5μμ.

 Το Πρακτικό της τότε συνεδρίασης έχει ως εξής:

Εν Αγρινίω και εν τω Γυμνασίω Αγρινίου σήμερον την 9ην του μηνός Μαρτίου του 1926 έτους, ημέραν της εβδομάδος Τρίτην και ώραν 5μμ, συνελθόντες οι κάτωθι υπογεγραμμένοι, αποφασίζομεν παμψηφεί:
1. Ιδρύομεν Σωματείον κατά τους νόμους 281 και 2151 περί Σωματείων υπό την επωνυμίαν Γυμναστικός Σύλλογος Αγρινίου "ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ".
2. Ψηφίζομεν κατ' άρθρον και εν τω συνόλω του το εξ άρθρων 42 ανωτέρω καταστατικόν αυτού.
Εκλέγομεν δια την διοίκησιν αυτού, προσωρινήν τριμελή επιτροπήν εκ των:
α) Ευθυμίου Χαβέλλα ως προέδρου
β) Γεωργίου Χαντζοπούλου ως Ταμίου και 
γ) Εμμανουήλ Θεοδωροπούλου ως Γραμματέως, εις ην ανατίθεμεν:
α) Την μέριμναν περί της εγκρίσεως υπό του Πρωτοδικείου Μεσολογγίου του Καταστατικού του Συλλόγου.
β) Την μετά την έγκρισιν του καταστατικού υπό του δικαστηρίου εγγραφήν τακτικών μελών του Συλλόγου και πρόσκλησιν Γενικής Συνελεύσεως εντός μηνός δι' αρχαιρεσίας διά το έτος 1926.

Εφ ω συνετάχθη το παρόν και βεβαιωθέν υπογράφεται.

Οι ιδρυταί:
Ευθύμιος Χαβέλλας
Γεώργιος Χαντζόπουλος
Εμμανουήλ Θεοδωρόπουλος
Αθανάσιος Παπασωτηρόπουλος
Νικόλαος Σαραντόπουλος
Διονύσιος Έξαρχος
Ιωάννης Σελιμάς
Ανδρέας Παναγόπουλος
Γεώργιος Στύλιος
Χρήστος Σ. Γιάγκας
Λάμπρος Μπούτσος
Νικόλαος Τσιτσιμελής
Χρήστος Παπαγιάννης
Γεώργιος Πατσής
Παναγιώτης Τσιχριντζής
Γεώργιος Αλεξανδρόπουλος


Ο Πρόεδρος                                      
 Ευθύμιος                                         Χαβέλλας                                                                             

Ο Γραμματεύς
Εμμ.
Θεοδωρόπουλος



Οι πρωταγωνιστές της ίδρυσης του Γ.Σ. "ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΣ"


Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Σύλλογος Κυριών "ΕΡΓΑΝΗ ΑΘΗΝΑ" και το περιοδικό "ΠΛΕΙΑΣ"


Η Εργάνη Αθηνά ήταν η «γλαυκώπις κόρη του Διός».

«Εις μάχας και αγώνας του Άρεως και του Ηφαίστου δεν θα οδηγήση την ναυν. Κρατεί ιστόν, σύμβολον της εργασίας, φέρει σημαία ειρήνης και ευνομίας».
Το όνομα της μυθικής θεότητας δανείστηκε ο σύλλογος «Εργάνη Αθηνά», ο οποίος ιδρύθηκε το 1898 και είχε την έδρα του στο Αγρίνιο. 
Και σ' αυτό πρωτοστατούν η Ελένη Σκαλτσοδήμου, η Αλκμήνη Κούκα και άλλες 46 γυναίκες.


Σκοποί του συλλόγου ήταν, σύμφωνα με το καταστατικό του, η επιδίωξη της διαμόρφωσης του ελληνικού οίκου σύμφωνα με τις ελληνικές παραδόσεις, η κατάργηση της άσκοπης πολυτέλειας και η επικράτηση της απλότητας στην ενδυμασία, η χρησιμοποίηση των κατά τόπους ελληνικών προϊόντων από γυναικεία χέρια και η διαπαιδαγώγηση των γυναικών μέσω της άσκησης της θρησκείας, της φιλανθρωπίας και της φιλοπατρίας.
Μέσα για την επιδίωξη των παραπάνω ο σύλλογος θεωρούσε τη σύσταση επιτροπών σε όλη την Ελλάδα, τη διοργάνωση πανελλήνιων εκθέσεων γυναικείας χειροτεχνίας, την ίδρυση φιλανθρωπικών ασύλων και, τέλος, την έκδοση περιοδικού «προς διάδοσιν των έργων και ιδεών του Συλλόγου και προς πνευματικήν επικοινωνία των μελών αυτού». 
Στα 1898 και συγκεκριμένα από 21 έως 24 Μαΐου του 1898, ο Σύλλογος «Εργάνη Αθηνά» οργάνωσε στο Αγρίνιο Φεμινιστικό Συνέδριο και Έκθεση γυναικείας λαϊκής Τέχνης.

Στην έκθεση συνέρρευσε πλήθος κόσμου απ' όλη την Ελλάδα - ακόμα και από το Εξωτερικό. 
Μέσα σε λίγες μέρες το Αγρίνιο πήρε όψη μεγαλόπολης. Κοσμοσυρροή από όλη την Ελλάδα, αλλά και από το εξωτερικό: διπλωμάτες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι. 
Στο συνέδριο μιλούν κορυφαίες προσωπικότητες του φεμινιστικού κινήματος, αλλά και η έκθεση με προϊόντα βιοτεχνικής και Βιομηχανικής παραγωγής από διάφορες ελληνικές περιοχές είχε μεγάλη επιτυχία.

Την επισκέφθηκε και η βασιλική οικογένεια. 
Και οι μεν Βασιλείς κατέλυσαν στο σπίτι του Αναστασίου Παναγοπούλου (πατέρα του μετέπειτα Δημάρχου Ανδρέα Παναγοπούλου), ενώ η συνοδεία του Βασιλιά και της Βασίλισσας κατέλυσε στο σπίτι του Λεωνίδα Παπαφώτη.

Υπό την εποπτεία και διεύθυνση της ανάλογης επιτροπής του στην Αθήνα, «ευγενεί συμπράξει και συνεργασία λογίων Ελλήνων και Ελληνίδων», εκδόθηκε την 1η Ιανουαρίου 1899 το πρώτο τεύχος του περιοδικού «Πλειάς».



Το περιοδικό, με «πλούσιον και ποικίλον την ύλην και μετά εικονογραφιών ενίοτε θέλει εκδίδεται κατά πάσαν δεκαημερίαν εις φυλλάδια εκ 16 σελίδων», γίνεται το 1900 δεκαπενθήμερο. 
Η ύλη του περιλαμβάνει άρθρα σχετικά με τη θέση της γυναίκας και της γυναικείας εργασίας, λογοτεχνικά και θεατρικά έργα, εκτεταμένες αναφορές στον ελληνικό λογοτεχνικό Τύπο και ειδικό παράρτημα - στα πρώτα τεύχη του περιοδικού - με τις δραστηριότητες, τις λογοδοσίες, τα πεπραγμένα και την ιστορία του συλλόγου. 
Στο περιοδικό δημοσιεύονται επίσης κείμενα σχετικά με τα παρθεναγωγεία της εποχής, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και νεκρολογίες επωνύμων γυναικών. 
Μεταξύ των συνεργατών της «Πλειάδος» καταγράφονται  ο Σπ. Π. Λάμπρου, ο Τιμολέων Αμπελάς, η Σωτηρία Αλιμπέρτη, η Άννα Σερουίου, η Καλλιόπη Κεχαγιά και η Αικατερίνη Ζάρκου.

Η άποψη του περιοδικού όσον αφορά την εικόνα της γυναίκας δεν ξεφεύγει από τα στερεότυπα της εποχής του και αποτυπώνεται ως εξής: 
«Η γυνή είνε και πρέπει να είνε ίση του ανδρός απέναντι των νόμων της φύσεως, της Πολιτείας, της θρησκείας και της αμοιβής της εργασίας, αλλ' είνε διάφορος του ανδρός κατά την φύσιν και ουδείς νόμος χειραφετήσεως, ανεξαρτησίας κ.λ. δύναται να την καταστήση ομοία αυτώ»,
«ο οίκος, ιδού το θεμέλιον πάσης κοινωνίας, ιδού το βασίλειον της γυναικός και δη της νεωτέρας Ελληνίδος»,
«η γυνή δεν αρκή να είνε έστω και εξόχου καλλιτεχνικής ωραιότητος, η καλλονή δέον να εμψυχώται υπό χάριτος, η δε χάρις πάλιν ν' ανυψώται υπό του πνεύματος».

Η «Πλειάς» κυκλοφόρησε επί τρία χρόνια. 


ΠΗΓΕΣ: "Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ", http://www.epoxi.gr
"ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ και ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ" ,http://eliaserver.elia.org.gr

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

Η Πόλη θυμάται !!


...του Αθανάσιου Παλιούρα

Η πόλη μοιάζει με μια γυναίκα που κάθεται πίσω από το τζάμι της μπαλκονόπορτας κι αγναντεύει κοιτάζοντας μακριά και πίσω αναπολώντας εποχές που πέρασαν και ανθρώπους που έφυγαν.

Να μερικές εικόνες, φωτογραφίες και ταινίες, από τη δεκαετία του 1950.
Κάθε μέρα, γιορτή-καθημερινή, από το απόγευμα ως το σούρουπο, μεγάλοι και μικροί, ιδιαίτερα ο νεόκοσμος, από την πλατεία Μπέλλου μέχρι το Πάρκο, βόλτα, επάνω-κάτω στην Παπαστράτου μέχρι που κάμποσες φορές γινόταν το αδιαχώρητο.
Αυτή την καθιερωμένη βόλτα οι πολλοί την ονόμαζαν "νυφοπάζαρο", ενώ όλοι ξέρουμε πως ήταν ένα είδος διασκέδασης, το να χάνεσαι μέσα στο πλήθος με την παρέα σου, να περπατάς και να κουβεντιάζεις, να κοιτάζεις δεξιά και αριστερά, δήθεν αδιάφορα, ενώ εσύ ήξερες ότι έψαχνες με λαχτάρα για το "πρόσωπο" έτσι για μια διασταύρωση της ματιάς, για ένα φευγαλέο κοίταγμα.
Στην δεκαετία του '50, που δούλευαν τα καλοκαίρια το Πάρκο και το κέντρο απέναντι  "Η Χαραυγή", με τραγουδιστές και τραγουδίστριες, με ακροβάτες και νούμερα, με σατιρικές "ατραξιόν", με τον περισσότερο κόσμο να στέκεται στην άκρη όρθιος και να απολαμβάνει το θέαμα με πασατέμπο και "μαλλί της γριάς", ενώ όσοι κάθονταν στις ξύλινες ψάθινες καρέκλες απολάμβαναν "το υποβρύχιο", δηλαδή την βανίλια και τις γκαζόζες εγχώριας παραγωγής.
Με τον Παναιτωλικό, αγέρωχο πάντα και επιθετικό, αφού διέθετε έναν παίχτη μεγάλης κλάσης, τον Γάλλο, να συγκρούεται μόνιμα με την Α.Ε. Μεσολογγίου, την Θύελλα και Παναχαϊκή Πατρών, και να εκτονώνει τους μισούς Αγρινιώτες που έριχναν πάνω του όλες τους τις ελπίδες, μια και η καθημερινή ζωή είχε τον ίδιο κι απαράλλαχτο ρυθμό κι όλα κινούνταν στα ίδια μέτρα, γιατί ήταν άγνωστα τα μεγάλα πετάγματα κι ας είχε βγει μέσα από το πλήθος εκείνος ο φευγαλέος, ονειρικός και συμβολικός στίχος του Κώστα Χατζόπουλου: "Ας τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει ας πάει..."
Με τα πανηγύρια, που έβγαιναν οι Αγρινιώτες οικογενειακά και ομαδικά, για τον Αϊ-Γιάννη το Ριγανά από τη μια και από την Αγία Τριάδα του Μαύρικα, για την Αγία Μαρίνα, τον Αϊ-Λιά και την Παναγία την Βλαχέρνα από την άλλη, λαός απλός και παραδοσιακός με βαθειά πίστη μέσα του.
Έβλεπε κανείς καραβάνια να τραβάνε για τη χάρη του αγίου ή της αγίας που γιόρταζε, πολύχρωμο κοπάδι ανθρώπων και ζώων που ήταν τα τελευταία στολισμένα με μαντανίες καραμελωτές, με χρωματιστά σακούλια με φαγώσιμα για την περίσταση, με λαμπάδες και κεριά.
Και ανάμεσα κάποια ταλαιπωρημένη ψυχή να πορεύεται ξυπόλητη για το τάμα ή κάποιος που περίμενε το θαύμα κι έταζε να πάει ως τη χάρη του αγίου στην πλάτη του μια ντενέκα λάδι ή οι άλλοι που γονατιστοί έμπαιναν στις αυλές του εξωκλησιού.
 Και στον Άγιο Χριστόφορο τον παλιό τους περίμενε, με τ' ανθισμένα τριαντάφυλλα του Μαγιού που μοσχοβολούσαν όλες οι αυλές των σπιτιών, ο γέροντας της πόλης, ο Παπαποστόλης, για να χαρεί και να συγχαρεί, για να στηρίξει και παρηγορήσει, για να γεμίσει τον αέρα με το άρωμα του Παραδείσου, αυτός ο νέος Αϊ-Χριστόφορος που σήκωνε στους ώμους του όλον τον αγρινιώτικο λαό.
Δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τον μεγάλο γλύπτη, τον μπάρμπα Χρήστο Καπράλο, που έρχονταν συχνά στην πόλη και τον πλαισίωναν οι δημοσιογράφοι, που ήταν άλλου τύπου δημοσογράφοι  τότε, καθώς κάλυπταν και την καλλιτεχνική παραγωγή του τόπου, ο Πάνος Βλασσόπουλος, ο Μιλτιάδης Τζάνης, ο Θεόδωρος Λιαπίκος και νεαρός τότε ανάμεσά τους ο Γρηγόρης Σταυρόπουλος πάσχιζε να πάρει την πρώτη του συνέντευξη από τον κορυφαίο καλλιτέχνη, που έφερνε πίσω του μια νέα γενιά γλύπτες, τον Κλέαρχο Λουκόπουλο, τον Σπύρο Κατωπόδη, τον Θύμιο Πανουργιά, τον Θόδωρο (Παπαδημητρίου), τον Βασίλη Παπασάικα, την Χριστίνα Σαραντοπούλου.
Ήταν η εποχή, που μόλις τολμούσαν τα πρώτα τους πετάγματα στην τέχνη του λόγου ο Τάκης Αντωνίου, ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο Χρήστος Κορέλας, ο Πυθαγόρας με τους στίχους του, ο Θόδωρος Πολιτόπουλος με τα αντιστασιακά του, ο Στέλιος Τσιτσιμελής με τον θεατρικό του λόγο, ο Θ.Μ. Πολίτης με τα αναρίθμητα "παρουσιαστικά" του, καθώς όλοι ακολουθούσαν τον ποιητή του ελάσσονος τόνου Πέτρο Δήμα, και πίσω από αυτούς να έρχεται μια γενιά αξιόλογων χειριστών του λόγου.
Μια πόλη που ήξερε τη μεγάλη της πνευματική κληρονομιά, μια πόλη στην οποία η επίσημη πολιτεία δεν χάρισε ποτέ τίποτε και πάσχιζε σε πείσμα όλων να σταθεί και να ξεδιπλώσει όλες της τις δυνάμεις, πράγμα που κατόρθωσε, καθώς το φανερώνει η σημερινή εικόνα της μεγάλης σύγχρονης πόλης.

Μια πόλη που συγκέντρωνε όλο το μαθητόκοσμο της περιοχής σ' ένα διπλό κτήριο, τα περίφημα "Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια" με τις χιλιάδες τους μαθητές - πηλίκια μπλε με γείσο και τα στοιχεία με μεταλλικά "χρυσά" γράμματα (Γ.Α. = Γυμνάσιο Αγρινίου) και το προσωπικό νούμερο-αριθμός μητρώου του καθενός, στα κουρεμένα κεφάλια των αγοριών, ενώ οι κοπέλες κυκλοφορούσαν με μπλε ποδιές και άσπρο γιακά, άσπρες κοντές κάλτσες και λευκές κορδέλες στα μαλλιά, πάντα καλοχτενισμένες και συχνά με μακριές κοτσίδες. Τα "παιδιά της Δυτικής Ρούμελης", όπως συνήθιζε να μας προσφωνεί ο Γυμνασιάρχης Πανταζής, ο θρυλικός "Κρέων" έφταναν στα δεκαοχτώ τους, μαντράχαλοι ως εκαί πάνω με κοντά πανταλονάκια και με κάτι τριχαρώνες στα πόδια, ήταν τα παιδιά που επέζησαν στην Κατοχή και βγήκαν από τον Εμφύλιο, πολλά από αυτά παιδιά της Χριστιανικής Ένωσης και τον πάτερ Βενέδικτο, που  διάβαζαν Βερίτη και Σαμαράκη, Μπερδιάγεφ και Ντοστογιέφσκι και κρυφά Καζαντζάκη κάτω από το λιγοστό φως. Τα κορίτσια του Μανόλη, του Γυμνασιάρχη Μανόλη Θεοδωρόπουλου, με το συντηρητικό πνεύμα της εποχής και τα πλατειά όνειρα, οι σημερινές μανάδες και γιαγιάδες, που βλέπουν τη νιότη σήμερα να ξημεροβραδιάζει στις καφετέριες και στα μπαρ, να είναι όλοι σε συντροφιές, αλλά ο καθένας να μιλάει στο κινητό και να είναι στον κόσμο του, και να κουνάνε τα κεφάλια τους, αφού ούτε στη φαντασία τους είχαν ποτέ σκεφθεί αυτή την τρομακτική εξέλιξη.
Μια πόλη πετρόχτιστη, με κεραμιδένιες στέγες και στενούς δρόμους. Τα νταμάρια της Αγίας Παρασκευής έβγαζαν τη γκρίζα ψαμόπετρα, που με κάρα τη μετέφεραν στους χώρους της οικοδομής. Χρησιμοποιούσαν για το αρμολόι λάσπη από χώμα που έβγαζαν "στις γούρνες" πάνω από το Γηροκομειό. Όσοι είχαν δυνατότητα πελεκούσαν την πέτρα με τους Ηπειρώτες πελεκάνους, ενώ άλλοι σοβάτιζαν τους τοίχους εξωτερικά με τέχνη και μεράκι, χαρίζοντας στο Αγρίνιο περιθυρώματα και αετώματα πάνω σε μια νεοκλασική γραμμή.
Στην δεκαετία του '50 ο Δήμαρχος Ηλίας Σαγεώργης, σοβαρός, σιγανός, χωρίς εξάρσεις, αν και δικηγόρος, με χαμηλούς τόνους και ακόμα πιο χαμηλό προφίλ φρόντιζε την πόλη και τόχε καμάρι που πρώτος αυτός άνοιγε νέους αγροτικούς δρόμους γύρω από την πόλη και παρακολουθούσε σε καθημερινή βάση τα εγγειοβελτιωτικά έργα που έφερναν το νερό του Αχελώου σε όλον τον απέραντο κάμπο.
Δίπλα του ο πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου ο Μήτσος ο Κάππας ο "Αμερικάνος" παλιός ανθοπώλης στη Νέα Υόρκη, με καλαισθησία και μεράκι φύτευε παντού σε δρόμους και πλατείες πολύχρωμες τριανταφυλλιές και γι αυτό άνοιξη και καλοκαίρι ένα άρωμα σκέπαζε το κέντρο της πόλης που ανακατεύονταν με το "άρωμα" των καπνών, στις λιάστρες πρώτα, βαντάκια ύστερα στα κατώγια των σπιτιών, δέματα τελευταία στις καπναποθήκες.
Πέρα από τα ξύλινα σχολεία οι πετρόχτιστες καπναποθήκες Παπαστράτου, Παπαπέτρου, Ηλιού, Παναγόπουλου, Ανδρικόπουλου και άλλες μικρότερες, είχαν γίνει ο καθημερινός πόλος έλξης της εργατιάς. Καπνεργάτες και κυρίως καπνεργάτισσες έρχονταν από όλα τα μέρη του Αγρινίου και της περιοχής του και ιδιαίτερα από τον προσφυγικό Συνοικισμό του Αγίου Κωνσταντίνου, φυλλομετρώντας και ξεφυλλίζοντας το "μαγικό βοτάνι", δίνοντας ζωή στην πόλη. Προπαντός στην ώρα της λήξεως το μελισσολόι, που ξεχύνονταν στους δρόμους της επιστροφής προς το σπίτι, δημιουργούσε εκείνη την εντύπωση της "πλήθουσας αγοράς" του Ξενοφώντα, όπου οι πάντες πάνε κι έρχονται. Οι καπναποθήκες μένουν εκεί στη θέση τους -χρέος όλων μας είναι να μένουν εκεί, μάρτυρες μιας εποχής, ενός λαού κι ενός πολιτισμού.
Η πόλη θυμάται, πρέπει να θυμάται και να μεταφέρονται οι θύμησες στους νεότερους για να γνωρίζουν τις ρίζες τους.

Α. Παλιούρας, 2004



Το κείμενο αυτό διαβάστηκε σε Ημερίδα στο Παπαστράτειο Μέγαρο Αγρινίου στις 7.6.2004

Εμείς το πήραμε από το βιβλίο:"Αγρίνιο: Δήμαρχοι και Δημαρχίες 1833-2007" που έγραψαν οι φιλόλογοι Μεταξούλα Μανικάρου και Χρυσούλα Σπυρέλη και εξέδωσε ο Δήμος Αγρινίου.